Anonymous

καταρέζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταρέζω]] (Α)<br />ποιητ. τ. του [[καταρρέζω]].
|mltxt=[[καταρέζω]] (Α)<br />ποιητ. τ. του [[καταρρέζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταρέζω:''' Επικ. αντί [[καταρρέζω]].
}}
}}