Anonymous

κατολοφύρομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατολοφύρομαι]] (Α)<br />[[κλαίω]] γοερώς, [[θρηνώ]], [[οδύρομαι]] («[[πολλάκις]] ἀνοιμώξαντες καὶ κατολοφυράμενοι τήν τε τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἑαυτῶν τύχην», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλοφύρομαι]] «[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]], βογκώ»].
|mltxt=[[κατολοφύρομαι]] (Α)<br />[[κλαίω]] γοερώς, [[θρηνώ]], [[οδύρομαι]] («[[πολλάκις]] ἀνοιμώξαντες καὶ κατολοφυράμενοι τήν τε τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἑαυτῶν τύχην», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλοφύρομαι]] «[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]], βογκώ»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατολοφύρομαι:''' αποθ., [[θρηνώ]], με αιτ., σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}