Anonymous

κατῆλιψ: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατῆλιψ]], -ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α)<br />1.[[σκάλα]], [[κλίμακα]] («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> το άνω [[πάτωμα]] οικίας<br /><b>3.</b> η [[σκάλα]] ή το [[δοκάρι]] που υποβαστάζει την [[οροφή]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μεσόδμη]], [[μεσότοιχον]], δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν ὄροφον<br />οἱ δὲ [[ἰκρίωμα]] τὸ ἐν τῷ οἴκῳ ὅ καὶ βέλτιον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται μορφολογικά με τους τ. [[ἄλιψ]], [[αἰγίλιψ]].
|mltxt=[[κατῆλιψ]], -ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α)<br />1.[[σκάλα]], [[κλίμακα]] («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> το άνω [[πάτωμα]] οικίας<br /><b>3.</b> η [[σκάλα]] ή το [[δοκάρι]] που υποβαστάζει την [[οροφή]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μεσόδμη]], [[μεσότοιχον]], δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν ὄροφον<br />οἱ δὲ [[ἰκρίωμα]] τὸ ἐν τῷ οἴκῳ ὅ καὶ βέλτιον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται μορφολογικά με τους τ. [[ἄλιψ]], [[αἰγίλιψ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατῆλιψ:''' -ιφος, ἡ, το άνω [[πάτωμα]] του σπιτιού, [[στέγη]] ή [[σκάλα]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προελ.).
}}
}}