3,277,218
edits
(20) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[κατήγορος]])<br /><b>1.</b> αυτός που διατυπώνει [[κατηγορία]], που καταγγέλλει αξιόποινη [[πράξη]] υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές [[μήνυση]] [[εναντίον]] του δράστη, ο [[μηνυτής]], ο [[ενάγων]] (α. «οι συκοφαντίες του κατηγόρου μου έπεσαν στο [[κενό]]» β. «φησὶ δὲ ὁ [[κατήγορος]]... σηκὸν ὑπ' ἐμοῡ ἐκκεκόφθαι», Λυσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που κατηγορεί, που κατακρίνει κάποιον, ο [[επικριτής]] (α. «ο [[κακός]] [[οπού]] ωφελέσεις θα γενεί κατήγορός σου», παροιμ.<br />β. «ἐν βάρει τοῡ πικροῡ κατηγόρου τῆς συνειδήσεως», Σάθ.)<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>φρ.</b> «[[δημόσιος]] [[κατήγορος]]» — η κατηγορούσα [[αρχή]], ο [[δικαστικός]] [[υπάλληλος]] που διατυπώνει την [[κατηγορία]] εξ ονόματος του κράτους, του δημοσίου, ο [[εισαγγελέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποκαλύπτει, που προδίδει [[κάτι]] [[κακό]], ο [[καταδότης]] («φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται [[κατήγορος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παρ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i><br />το -<i>η</i> οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι η σημ. της δεν έχει [[σχέση]] με τη σημ. της λ. [[ἀγορά]] «[[συνάθροιση]]» [[αλλά]] γενικά με τη σημ. «[[μιλώ]]», <b>[[πρβλ]].</b> <i>δικ</i>-<i>ηγόρος</i>, <i>ετυμ</i>-<i>ηγόρος</i>, <i>παρ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>]. | |mltxt=ο (AM [[κατήγορος]])<br /><b>1.</b> αυτός που διατυπώνει [[κατηγορία]], που καταγγέλλει αξιόποινη [[πράξη]] υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές [[μήνυση]] [[εναντίον]] του δράστη, ο [[μηνυτής]], ο [[ενάγων]] (α. «οι συκοφαντίες του κατηγόρου μου έπεσαν στο [[κενό]]» β. «φησὶ δὲ ὁ [[κατήγορος]]... σηκὸν ὑπ' ἐμοῡ ἐκκεκόφθαι», Λυσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που κατηγορεί, που κατακρίνει κάποιον, ο [[επικριτής]] (α. «ο [[κακός]] [[οπού]] ωφελέσεις θα γενεί κατήγορός σου», παροιμ.<br />β. «ἐν βάρει τοῡ πικροῡ κατηγόρου τῆς συνειδήσεως», Σάθ.)<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>φρ.</b> «[[δημόσιος]] [[κατήγορος]]» — η κατηγορούσα [[αρχή]], ο [[δικαστικός]] [[υπάλληλος]] που διατυπώνει την [[κατηγορία]] εξ ονόματος του κράτους, του δημοσίου, ο [[εισαγγελέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποκαλύπτει, που προδίδει [[κάτι]] [[κακό]], ο [[καταδότης]] («φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται [[κατήγορος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παρ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i><br />το -<i>η</i> οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι η σημ. της δεν έχει [[σχέση]] με τη σημ. της λ. [[ἀγορά]] «[[συνάθροιση]]» [[αλλά]] γενικά με τη σημ. «[[μιλώ]]», <b>[[πρβλ]].</b> <i>δικ</i>-<i>ηγόρος</i>, <i>ετυμ</i>-<i>ηγόρος</i>, <i>παρ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατήγορος:''' -ον, [[ενάγων]], [[μηνυτής]], [[κατήγορος]], σε Ηρόδ., Σοφ.· [[προδότης]], [[καταδότης]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |