Anonymous

κατισχύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κατισχύω]])<br />[[καταβάλλω]] κάποιον με τη [[δύναμη]] μου, [[επικρατώ]], [[υπερισχύω]] («[[ὅταν]]... ἠ τῆς πείρας [[ἀκρίβεια]] κατίσχύσῃ τὴν τῶν λόγων [[πιθανότητα]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατορθώνω]], [[καταφέρνω]]<br /><b>2.</b> έχω την απαιτούμενη [[δύναμη]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθάνω]] στην πλήρη [[ακμή]] της δύναμής μου («ἐξ ὅτου [[νέας]] τροφῆς ἔληξε καὶ κατίσχυσεν [[δέμας]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενισχύω]], [[ενδυναμώνω]], [[ενθαρρύνω]] («οὐδετέραν τῶν στάσεων κατισχύειν», Διον.Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἰσχύω]] «[[είμαι]] [[δυνατός]]»].
|mltxt=(AM [[κατισχύω]])<br />[[καταβάλλω]] κάποιον με τη [[δύναμη]] μου, [[επικρατώ]], [[υπερισχύω]] («[[ὅταν]]... ἠ τῆς πείρας [[ἀκρίβεια]] κατίσχύσῃ τὴν τῶν λόγων [[πιθανότητα]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατορθώνω]], [[καταφέρνω]]<br /><b>2.</b> έχω την απαιτούμενη [[δύναμη]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθάνω]] στην πλήρη [[ακμή]] της δύναμής μου («ἐξ ὅτου [[νέας]] τροφῆς ἔληξε καὶ κατίσχυσεν [[δέμας]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενισχύω]], [[ενδυναμώνω]], [[ενθαρρύνω]] («οὐδετέραν τῶν στάσεων κατισχύειν», Διον.Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἰσχύω]] «[[είμαι]] [[δυνατός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατισχύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> έχω [[εξουσία]] πάνω σε, [[υπερισχύω]], [[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]], με γεν., σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[έρχομαι]] σε πλήρη [[δύναμη]], σε Σοφ.
}}
}}