Anonymous

κελαινόφρων: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κελαινόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, [[κακά]], που έχει μαύρη [[ψυχή]], [[κακόκαρδος]], [[κακόψυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]]), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>φρεν</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[βαρύ]]-<i>φρων</i>, <i>καρτερό</i>-<i>φρων</i>)].
|mltxt=[[κελαινόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, [[κακά]], που έχει μαύρη [[ψυχή]], [[κακόκαρδος]], [[κακόψυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]]), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>φρεν</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[βαρύ]]-<i>φρων</i>, <i>καρτερό</i>-<i>φρων</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κελαινόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), [[κακόκαρδος]], [[κακόψυχος]], σε Αισχύλ.
}}
}}