Anonymous

καταχέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταχέω]] και επιτ. τ. [[καταχεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] [[κάτι]] από [[πάνω]], [[επιχύνω]] («κἀδ δὲ οἱ [[ὕδωρ]] χεῡαν» [με [[τμήση]]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απλώνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε [[Κρονίων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χύνω]] άφθονα, [[εκσφενδονίζω]] («ὕβρεις καταχέουσα θείου προστάτου», Μηναί.)<br /><b>5.</b> [[πετώ]] [[κάτι]] [[κάτω]], [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[αφήνω]] να πέσει [[κάτω]] («[[πέπλον]] μὲν κατέχευεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[κάνω]] [[κάτι]] ρευστό, [[λειώνω]], [[τήκω]] («ἐς πίθους τήξας καταχέει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> (μέσ. και παθ.) <i>καταχέομαι</i><br />[[αφήνω]] [[κάτι]] να χύνεται [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[χύνω]] («[ἄκρατον [[οἶνον]]] κατὰ τῶν ἱματίων καταχεόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> σκορπίζομαι, εξαπλώνομαι, διασπείρομαι («ὁ [[χῶρος]] [[οὗτος]], ἐν τῷ ἄκανθαι κατακεχύαται», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[καταχέω]] και επιτ. τ. [[καταχεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] [[κάτι]] από [[πάνω]], [[επιχύνω]] («κἀδ δὲ οἱ [[ὕδωρ]] χεῡαν» [με [[τμήση]]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απλώνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε [[Κρονίων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χύνω]] άφθονα, [[εκσφενδονίζω]] («ὕβρεις καταχέουσα θείου προστάτου», Μηναί.)<br /><b>5.</b> [[πετώ]] [[κάτι]] [[κάτω]], [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[αφήνω]] να πέσει [[κάτω]] («[[πέπλον]] μὲν κατέχευεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[κάνω]] [[κάτι]] ρευστό, [[λειώνω]], [[τήκω]] («ἐς πίθους τήξας καταχέει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> (μέσ. και παθ.) <i>καταχέομαι</i><br />[[αφήνω]] [[κάτι]] να χύνεται [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[χύνω]] («[ἄκρατον [[οἶνον]]] κατὰ τῶν ἱματίων καταχεόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> σκορπίζομαι, εξαπλώνομαι, διασπείρομαι («ὁ [[χῶρος]] [[οὗτος]], ἐν τῷ ἄκανθαι κατακεχύαται», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, αόρ. αʹ <i>κατέχεα</i>, Επικ. [[κατέχευα]] — Παθ., γʹ ενικ. και πληθ. Επικ. αορ. βʹ <i>κατέχῠτο</i>, [[κατέχυντο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιχύνω]], [[ρίχνω]] από πάνω, <i>τίτινι</i>, σε Όμηρ.·επίσης, <i>κατ. τί τινος</i>, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., κατὰ [[τοῖν]] κόραιν ὕπνου τι καταχεῖται, [[λίγος]] ύπνος χύνεται, ρίχνεται πάνω στα μάτια, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]] ή [[επιχέω]], σε Όμηρ.· [[ρίχνω]] ή [[επιρρίπτω]], στον ίδ.· [[πέπλον]] κατέχευεν ἐπ' οὔδει, άφησε το [[μανδύα]] να πέσει στο [[πάτωμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., περιχύνομαι στο [[έδαφος]], βρίσκομαι σε σωρούς, ὁ [[χῶρος]], <i>ἐν ᾧ αἱ ἄκανθαι</i> ([[τῶν]] [[ὀφίων]]) <i>κατακεχύαται</i> (Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ.), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[λιώνω]], [[τήκω]], <i>χρυσὸν ἐς πίθους</i>, στον ίδ.· και στη Μέσ., <i>χρυσὸν καταχέασθαι</i>, έχοντας τον λιωμένο, στον ίδ.
}}
}}