Anonymous

κίνυγμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίνυγμα]], τὸ (Α) [[κινύσσομαι]]<br />[[καθετί]] που [[είναι]] [[μετέωρο]], που αιωρείται [[πέρα]] [[δώθε]] («νῡν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ [[τάλας]] ἐχθροῑς ἐπίχαρτα [[πέπονθα]]», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[κίνυγμα]], τὸ (Α) [[κινύσσομαι]]<br />[[καθετί]] που [[είναι]] [[μετέωρο]], που αιωρείται [[πέρα]] [[δώθε]] («νῡν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ [[τάλας]] ἐχθροῑς ἐπίχαρτα [[πέπονθα]]», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κίνυγμα:''' [ῑ], -ατος, τό ([[κινύσσομαι]]), οτιδήποτε τριγυρίζει, <i>αἰθέριον κ</i>., λέγεται για τους ανέμους του ουρανού, σε Αισχύλ.
}}
}}