Anonymous

κήπευμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κήπευμα]]) [[κηπεύω]]<br />[[φυτό]] που καλλιεργείται σε κήπο, που αναπτύχθηκε σε κήπο, [[φυτό]] ή [[άνθος]] του κήπου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήπος]].
|mltxt=το (ΑΜ [[κήπευμα]]) [[κηπεύω]]<br />[[φυτό]] που καλλιεργείται σε κήπο, που αναπτύχθηκε σε κήπο, [[φυτό]] ή [[άνθος]] του κήπου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κήπευμα:''' -ατος, τό ([[κηπεύω]]), [[λουλούδι]] του κήπου, σε Αριστοφ.
}}
}}