3,277,172
edits
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και καταφρονετικός, -ή, -ό (AM [[καταφρονητικός]], -ή, -όν) [[καταφρονητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για [[περιφρόνηση]] ή με τρόπο περιφρονητικό<br /><b>2.</b> αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την [[τάση]] να περιφρονεί τους άλλους, [[υπερόπτης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταφρονητικά</i> (AM καταφρονητικῶς)<br />περιφρονητικά, υπεροπτικά. | |mltxt=και καταφρονετικός, -ή, -ό (AM [[καταφρονητικός]], -ή, -όν) [[καταφρονητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για [[περιφρόνηση]] ή με τρόπο περιφρονητικό<br /><b>2.</b> αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την [[τάση]] να περιφρονεί τους άλλους, [[υπερόπτης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταφρονητικά</i> (AM καταφρονητικῶς)<br />περιφρονητικά, υπεροπτικά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταφρονητικός:''' -ή, -όν, [[επιρρεπής]] στην [[περιφρόνηση]], σε Αριστ.· επίθ. -[[κῶς]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |