Anonymous

καταφρονητικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καταφρονετικός, -ή, -ό (AM [[καταφρονητικός]], -ή, -όν) [[καταφρονητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για [[περιφρόνηση]] ή με τρόπο περιφρονητικό<br /><b>2.</b> αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την [[τάση]] να περιφρονεί τους άλλους, [[υπερόπτης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταφρονητικά</i> (AM καταφρονητικῶς)<br />περιφρονητικά, υπεροπτικά.
|mltxt=και καταφρονετικός, -ή, -ό (AM [[καταφρονητικός]], -ή, -όν) [[καταφρονητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για [[περιφρόνηση]] ή με τρόπο περιφρονητικό<br /><b>2.</b> αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την [[τάση]] να περιφρονεί τους άλλους, [[υπερόπτης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταφρονητικά</i> (AM καταφρονητικῶς)<br />περιφρονητικά, υπεροπτικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταφρονητικός:''' -ή, -όν, [[επιρρεπής]] στην [[περιφρόνηση]], σε Αριστ.· επίθ. -[[κῶς]], σε Ξεν.
}}
}}