3,252,803
edits
(20) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[κίστη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[κιβώτιο]] από χάλυβα για [[εναπόθεση]] και [[μεταφορά]] πυρομαχικών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] ή μεγάλο [[καλάθι]] ποικίλων χρήσεων («[[μήτηρ]] δ' ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ' ἐδωδήν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] κιβωτίου στο οποίο τοποθετούσαν τα αναγκαία για [[γραφή]] («ἐνεγκάτω μοι δεῡρο τὴν κίστην τις ὡς τάχιστα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάλπη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μυστικαὶ κίσται» — ή, [[απλώς]], «κίσται» — τα κιβώτια τα οποία [[κατά]] τις πομπές τών εορτών της Δήμητρος και του Διονύσου ήταν [[πάντα]] [[κλειστά]] και περιείχαν ιερά για τη [[λατρεία]] αυτών τών θεοτήτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το αρχ. ιρλδ. <i>cess</i> «[[καλάθι]]», [[οπότε]] θα αναχθεί σε ΙΕ τ. <i>kista</i> «πλεχτό [[αγγείο]]», [[χωρίς]] όμως αντιστοιχίες σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Το λατ. <i>cista</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική, που δανείστηκαν με τη [[σειρά]] τους από τη Λατινική η Γερμανική (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. άνω γερμ. <i>kista</i> «[[κουτί]]») και η Κελτική (<b>[[πρβλ]].</b> ιρλδ. <i>ciste</i> «[[κουτί]]»). Προτάθηκε [[επίσης]] η [[σύνδεση]] του [[κίστη]] με τα [[κεῖμαι]] / [[κοίτη]], δεδομένου ότι το [[κοίτη]] έχει και τη σημ. «[[κουτί]]». Η [[άποψη]] αυτή προσκρούει [[ωστόσο]] σε φωνολογικά προβλήματα. Τέλος, δεν αποκλείεται και η μη ΙΕ [[προέλευση]] της λ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κιστίδιον]], [[κιστίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κιστοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κισταφόρος]], [[κισταφορώ]], [[κιστοφόρος]]. | |mltxt=η (Α [[κίστη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[κιβώτιο]] από χάλυβα για [[εναπόθεση]] και [[μεταφορά]] πυρομαχικών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] ή μεγάλο [[καλάθι]] ποικίλων χρήσεων («[[μήτηρ]] δ' ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ' ἐδωδήν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] κιβωτίου στο οποίο τοποθετούσαν τα αναγκαία για [[γραφή]] («ἐνεγκάτω μοι δεῡρο τὴν κίστην τις ὡς τάχιστα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάλπη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μυστικαὶ κίσται» — ή, [[απλώς]], «κίσται» — τα κιβώτια τα οποία [[κατά]] τις πομπές τών εορτών της Δήμητρος και του Διονύσου ήταν [[πάντα]] [[κλειστά]] και περιείχαν ιερά για τη [[λατρεία]] αυτών τών θεοτήτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το αρχ. ιρλδ. <i>cess</i> «[[καλάθι]]», [[οπότε]] θα αναχθεί σε ΙΕ τ. <i>kista</i> «πλεχτό [[αγγείο]]», [[χωρίς]] όμως αντιστοιχίες σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Το λατ. <i>cista</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική, που δανείστηκαν με τη [[σειρά]] τους από τη Λατινική η Γερμανική (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. άνω γερμ. <i>kista</i> «[[κουτί]]») και η Κελτική (<b>[[πρβλ]].</b> ιρλδ. <i>ciste</i> «[[κουτί]]»). Προτάθηκε [[επίσης]] η [[σύνδεση]] του [[κίστη]] με τα [[κεῖμαι]] / [[κοίτη]], δεδομένου ότι το [[κοίτη]] έχει και τη σημ. «[[κουτί]]». Η [[άποψη]] αυτή προσκρούει [[ωστόσο]] σε φωνολογικά προβλήματα. Τέλος, δεν αποκλείεται και η μη ΙΕ [[προέλευση]] της λ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κιστίδιον]], [[κιστίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κιστοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κισταφόρος]], [[κισταφορώ]], [[κιστοφόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κίστη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[κουτί]], [[κιβώτιο]], Λατ. [[cista]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> είδος κινητού γραφείου, [[κιβώτιο]] που περιέχει όλα τα χρήσιμα προς [[γραφή]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |