Anonymous

κλαυσιάω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />crier <i>en parl. d’une porte qui grince</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλαίω]].
|btext=-ῶ :<br />crier <i>en parl. d’une porte qui grince</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλαίω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλαυσιάω:''' εφετικό του [[κλαίω]], [[επιθυμώ]] να κλάψω, τὸ [[θύριον]] φθεγγόμενον [[ἄλλως]] κλαυσιᾷ, η μικρή [[θύρα]] πρόκειται να κλάψει (δηλ. θα υποφέρει), [[επειδή]] τρίζει αναίτια, σε Αριστοφ.
}}
}}