3,277,020
edits
(20) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κελαινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκοτεινό [[χρώμα]], [[μαύρος]] (α. «κελαινὴ νύξ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον φωτίζει ο [[ήλιος]], [[σκοτεινός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πάθος]]) [[δυσάρεστος]], [[δριμύς]] («κελαινὴ [[δίψα]]», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[λόγχη]]) μαύρη από το [[αίμα]], αιματοβαμμένη<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) (για τους Αιθίοπες) «κελαινὸν φῡλον» — μελαψή [[φυλή]], <b>Σοφ.</b> β) «λύει κελαινὰ βλέφαρα» — λέγεται για άνθρωπο που πεθαίνει, <b>Σοφ.</b> <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κελαινῶς</i> (Μ)<br />[[σκοτεινά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει πιθ. [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερεμ</i>-<i>νός</i>, <i>περκ</i>-<i>νός</i>), το θ. <i>κελαι</i>- όμως παραμένει ανερμήνευτο. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[κόλυμβος]] και το επίθ. [[κιλλός]]. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>kerano</i> και δήλωνε ένα μαύρο [[βόδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κελαινιώ]], [[κελαινώ]]. Συνθ. (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κελαινεγχής]], [[κελαινεφής]], [[κελαινόβρωτος]], [[κελαινοφαής]], [[κελαινόφρων]], [[κελαινόχρους]], [[κελαινώπας]], [[κελαινωπός]], [[κελαινώψ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κελαινόρρινος]], [[κελαινόχρως]]. | |mltxt=[[κελαινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκοτεινό [[χρώμα]], [[μαύρος]] (α. «κελαινὴ νύξ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον φωτίζει ο [[ήλιος]], [[σκοτεινός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πάθος]]) [[δυσάρεστος]], [[δριμύς]] («κελαινὴ [[δίψα]]», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[λόγχη]]) μαύρη από το [[αίμα]], αιματοβαμμένη<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) (για τους Αιθίοπες) «κελαινὸν φῡλον» — μελαψή [[φυλή]], <b>Σοφ.</b> β) «λύει κελαινὰ βλέφαρα» — λέγεται για άνθρωπο που πεθαίνει, <b>Σοφ.</b> <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κελαινῶς</i> (Μ)<br />[[σκοτεινά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει πιθ. [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερεμ</i>-<i>νός</i>, <i>περκ</i>-<i>νός</i>), το θ. <i>κελαι</i>- όμως παραμένει ανερμήνευτο. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[κόλυμβος]] και το επίθ. [[κιλλός]]. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>kerano</i> και δήλωνε ένα μαύρο [[βόδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κελαινιώ]], [[κελαινώ]]. Συνθ. (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κελαινεγχής]], [[κελαινεφής]], [[κελαινόβρωτος]], [[κελαινοφαής]], [[κελαινόφρων]], [[κελαινόχρους]], [[κελαινώπας]], [[κελαινωπός]], [[κελαινώψ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κελαινόρρινος]], [[κελαινόχρως]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κελαινός:''' -ή, -όν, [[μαύρος]], [[μελαψός]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]], σε Όμηρ. κ.λπ. | |||
}} | }} |