Anonymous

κηδεστής: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κηδεστής]], -οῡ, δωρ. τ. καδεστάς)<br />[[συγγενής]] εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, [[πλάγιος]] [[συγγενής]], όχι εξ αίματος<br /><b>αρχ.</b><br />(ειδικότερα)<br /><b>1.</b> [[γαμπρός]], [[σύζυγος]] της θυγατέρας ή της αδελφής («ἐπεθύμησε [[Διός]] [[γενέσθαι]] [[κηδεστής]]» — θέλησε [ο Πάρις] να γίνει [[γαμπρός]] του [[Διός]], Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[πεθερός]] («τῷ δὲ [[κηδεστής]] ἐκεῑνος» — [[εκείνος]] [[είναι]] [[πεθερός]] του, <b>Δημοσθ.</b><br /><b>3.</b> [[μητριός]]<br /><b>4.</b> [[ανδράδελφος]] ή [[γυναικάδελφος]], [[κουνιάδος]] («κηδεστὴς γάρ μοι ἦν Διονυσόδωρος» — [[γιατί]] ο Διονυσόδωρος ήταν [[αδελφός]] της γυναίκας μου, Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κηδεσ</i>- του [[κήδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρηστής</i>, <i>αργεσ</i>-<i>στής</i>)].
|mltxt=ο (Α [[κηδεστής]], -οῡ, δωρ. τ. καδεστάς)<br />[[συγγενής]] εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, [[πλάγιος]] [[συγγενής]], όχι εξ αίματος<br /><b>αρχ.</b><br />(ειδικότερα)<br /><b>1.</b> [[γαμπρός]], [[σύζυγος]] της θυγατέρας ή της αδελφής («ἐπεθύμησε [[Διός]] [[γενέσθαι]] [[κηδεστής]]» — θέλησε [ο Πάρις] να γίνει [[γαμπρός]] του [[Διός]], Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[πεθερός]] («τῷ δὲ [[κηδεστής]] ἐκεῑνος» — [[εκείνος]] [[είναι]] [[πεθερός]] του, <b>Δημοσθ.</b><br /><b>3.</b> [[μητριός]]<br /><b>4.</b> [[ανδράδελφος]] ή [[γυναικάδελφος]], [[κουνιάδος]] («κηδεστὴς γάρ μοι ἦν Διονυσόδωρος» — [[γιατί]] ο Διονυσόδωρος ήταν [[αδελφός]] της γυναίκας μου, Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κηδεσ</i>- του [[κήδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρηστής</i>, <i>αργεσ</i>-<i>στής</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κηδεστής:''' -οῦ, ὁ ([[κῆδος]]), [[συγγενής]] μέσω γάμου, Λατ. offinis, σε Ξεν. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[γαμπρός]] (από γάμο), [[πεθερός]], [[πατριός]], σε Δημ.· [[κουνιάδος]], σε Ευρ.
}}
}}