3,277,121
edits
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κημός]], Α δωρ. τ. καμός)<br /><b>νεοελλ.</b><br />σιδερένιο ημικυκλικό [[έλασμα]] που εφαρμόζεται στη [[μύτη]] τών ατίθασων αλόγων [[κατά]] την [[εξάσκηση]] τους<br /><b>μσν.</b><br />[[καπίστρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φίμωτρο]] που τοποθετούσαν [[γύρω]] από το [[στόμα]] του αλόγου για να μη δαγκώνει («[[εἰδέναι]] δὲ χρὴ τὸν ἱπποκόμον καὶ τὸν κημόν περιτιθέναι τῷ ἵππῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[σάκος]] με [[τροφή]] που κρέμεται από τον αυχένα του αλόγου και στον οποίο [[είναι]] χωμένο το [[ρύγχος]] του για να τρώγει<br /><b>3.</b> ψάθινο ή πλεκτό [[σκεύος]] χρήσιμο για το [[ψάρεμα]] της πορφύρας<br /><b>4.</b> το ανώτατο [[μέρος]] της [[κάλπης]], που είχε [[σχήμα]] χωνιού και [[μέσα]] από το οποίο ρίχνονταν οι ψήφοι τών δικαστών<br /><b>5.</b> γυναικείο [[κόσμημα]]<br /><b>6.</b> ύφασμα που χρησιμοποιούσαν οι αρτοποιοί για να καλύπτουν τη [[μύτη]] και το [[στόμα]] [[κατά]] την [[εργασία]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρμεν. <i>k</i>'<i>amem</i> «[[πιέζω]]» [[καθώς]] και με λιθουαν. <i>k</i><i>ā</i><i>manos</i> «χαλινάρια», μέσ. άνω γερμ. <i>hemmen</i>, <i>hamen</i> «[[σταματώ]], [[αναστέλλω]], [[δένω]]». Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>c</i><i>ā</i><i>mus</i> (<b>[[πρβλ]].</b> δωρ. τ. <i>κᾱμός</i>), όπως και η αραβ. με τη [[μορφή]] <i>ǵem</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[γκέμι]])]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[κημός]], Α δωρ. τ. καμός)<br /><b>νεοελλ.</b><br />σιδερένιο ημικυκλικό [[έλασμα]] που εφαρμόζεται στη [[μύτη]] τών ατίθασων αλόγων [[κατά]] την [[εξάσκηση]] τους<br /><b>μσν.</b><br />[[καπίστρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φίμωτρο]] που τοποθετούσαν [[γύρω]] από το [[στόμα]] του αλόγου για να μη δαγκώνει («[[εἰδέναι]] δὲ χρὴ τὸν ἱπποκόμον καὶ τὸν κημόν περιτιθέναι τῷ ἵππῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[σάκος]] με [[τροφή]] που κρέμεται από τον αυχένα του αλόγου και στον οποίο [[είναι]] χωμένο το [[ρύγχος]] του για να τρώγει<br /><b>3.</b> ψάθινο ή πλεκτό [[σκεύος]] χρήσιμο για το [[ψάρεμα]] της πορφύρας<br /><b>4.</b> το ανώτατο [[μέρος]] της [[κάλπης]], που είχε [[σχήμα]] χωνιού και [[μέσα]] από το οποίο ρίχνονταν οι ψήφοι τών δικαστών<br /><b>5.</b> γυναικείο [[κόσμημα]]<br /><b>6.</b> ύφασμα που χρησιμοποιούσαν οι αρτοποιοί για να καλύπτουν τη [[μύτη]] και το [[στόμα]] [[κατά]] την [[εργασία]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρμεν. <i>k</i>'<i>amem</i> «[[πιέζω]]» [[καθώς]] και με λιθουαν. <i>k</i><i>ā</i><i>manos</i> «χαλινάρια», μέσ. άνω γερμ. <i>hemmen</i>, <i>hamen</i> «[[σταματώ]], [[αναστέλλω]], [[δένω]]». Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>c</i><i>ā</i><i>mus</i> (<b>[[πρβλ]].</b> δωρ. τ. <i>κᾱμός</i>), όπως και η αραβ. με τη [[μορφή]] <i>ǵem</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[γκέμι]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κημός:''' ὁ, [[φίμωτρο]], που βάζεται σε [[άλογο]], σε Ξεν., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> το ανώτατο [[μέρος]] της [[κάλπης]] στα Αθηναϊκά δικαστήρια που έμοιαζε με [[χωνί]] ([[κάδος]], [[καδίσκος]]), μέσω του οποίου ρίχνονταν οι ψήφοι (<i>ψῆφοι</i>), σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |