3,274,216
edits
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κιθαριστικός]], -ή, -όν (Α) [[κιθαρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στο [[παίξιμο]] της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ [[τἆλλα]] [[πάντα]] τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κιθαριστική</i><br />η [[τέχνη]] να παίζει [[κάποιος]] [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κιθαριστικός]]<br />αυτός που ξέρει να παίζει [[κιθάρα]] («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ [[κιθαριστικός]]», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κιθαριστικῶς</i> (Α)<br />με κιθαριστικό τρόπο. | |mltxt=[[κιθαριστικός]], -ή, -όν (Α) [[κιθαρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στο [[παίξιμο]] της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ [[τἆλλα]] [[πάντα]] τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κιθαριστική</i><br />η [[τέχνη]] να παίζει [[κάποιος]] [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κιθαριστικός]]<br />αυτός που ξέρει να παίζει [[κιθάρα]] («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ [[κιθαριστικός]]», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κιθαριστικῶς</i> (Α)<br />με κιθαριστικό τρόπο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῐθᾰριστικός:''' -ή, -όν, επιδέξιο [[παίξιμο]] της άρπας, σε Πλάτ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), = το επόμ., στον ίδ. | |||
}} | }} |