3,270,629
edits
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[κολάστρια]] (AM [[κολαστής]]) [[κολάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τιμωρεί κάποιον, [[τιμωρός]], [[παιδευτής]] («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[βασανιστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει σε [[αμαρτία]], αυτός που προκαλεί το [[κόλασμα]], το [[αμάρτημα]]. | |mltxt=ο, θηλ. [[κολάστρια]] (AM [[κολαστής]]) [[κολάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τιμωρεί κάποιον, [[τιμωρός]], [[παιδευτής]] («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[βασανιστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει σε [[αμαρτία]], αυτός που προκαλεί το [[κόλασμα]], το [[αμάρτημα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κολαστής:''' -οῦ, ὁ ([[κολάζω]]), [[τιμωρός]], [[σωφρονιστής]], σε Τραγ. | |||
}} | }} |