Anonymous

κολαστής: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[κολάστρια]] (AM [[κολαστής]]) [[κολάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τιμωρεί κάποιον, [[τιμωρός]], [[παιδευτής]] («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[βασανιστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει σε [[αμαρτία]], αυτός που προκαλεί το [[κόλασμα]], το [[αμάρτημα]].
|mltxt=ο, θηλ. [[κολάστρια]] (AM [[κολαστής]]) [[κολάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τιμωρεί κάποιον, [[τιμωρός]], [[παιδευτής]] («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[βασανιστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει σε [[αμαρτία]], αυτός που προκαλεί το [[κόλασμα]], το [[αμάρτημα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κολαστής:''' -οῦ, ὁ ([[κολάζω]]), [[τιμωρός]], [[σωφρονιστής]], σε Τραγ.
}}
}}