Anonymous

κολαφίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κολαφίζω]]) [[κόλαφος]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]] με την [[παλάμη]] ή με τη [[γροθιά]] κάποιον στο [[πρόσωπο]], [[χαστουκίζω]] ή [[δίνω]] [[γροθιά]] («ἐνέπτυσαν εἰς τὸ [[πρόσωπον]] αὐτοὺ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν» — τον έφτυσαν στο [[πρόσωπο]] και τον χαστούκισαν κι άλλοι τον χτύπησαν με [[ραβδιά]], ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[εξευτελίζω]], [[ταπεινώνω]].
|mltxt=(AM [[κολαφίζω]]) [[κόλαφος]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]] με την [[παλάμη]] ή με τη [[γροθιά]] κάποιον στο [[πρόσωπο]], [[χαστουκίζω]] ή [[δίνω]] [[γροθιά]] («ἐνέπτυσαν εἰς τὸ [[πρόσωπον]] αὐτοὺ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν» — τον έφτυσαν στο [[πρόσωπο]] και τον χαστούκισαν κι άλλοι τον χτύπησαν με [[ραβδιά]], ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[εξευτελίζω]], [[ταπεινώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κολᾰφίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ραπίζω]], [[χτυπώ]] στο [[πρόσωπο]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}