κρόκινος: Difference between revisions

5
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κρόκινος]], -ίνη, -ον) [[κρόκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου, [[κίτρινος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρασκευάζεται από κρόκο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κροκίνη</i> <b>(βιοχ.)</b> ετεροζίτης που αποτελεί την κύρια [[χρωστική]] της ζαφοράς.
|mltxt=-η, -ο (Α [[κρόκινος]], -ίνη, -ον) [[κρόκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου, [[κίτρινος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρασκευάζεται από κρόκο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κροκίνη</i> <b>(βιοχ.)</b> ετεροζίτης που αποτελεί την κύρια [[χρωστική]] της ζαφοράς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρόκῐνος:''' -η, -ον ([[κρόκος]]), αυτός που προέρχεται από κροκό, σε Ανθ.
}}
}}