3,277,180
edits
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κρόκινος]], -ίνη, -ον) [[κρόκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου, [[κίτρινος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρασκευάζεται από κρόκο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κροκίνη</i> <b>(βιοχ.)</b> ετεροζίτης που αποτελεί την κύρια [[χρωστική]] της ζαφοράς. | |mltxt=-η, -ο (Α [[κρόκινος]], -ίνη, -ον) [[κρόκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου, [[κίτρινος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρασκευάζεται από κρόκο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κροκίνη</i> <b>(βιοχ.)</b> ετεροζίτης που αποτελεί την κύρια [[χρωστική]] της ζαφοράς. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρόκῐνος:''' -η, -ον ([[κρόκος]]), αυτός που προέρχεται από κροκό, σε Ανθ. | |||
}} | }} |