Anonymous

κρημνοβάτης: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κρημνοβάτης]], Α δωρ. τ. κρημνοβάτας)<br />αυτός που αναρριχάται ή που ζει σε γκρεμούς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που λέει μεγάλα [[λόγια]], [[στομφώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σχοινο</i>-[[βάτης]], [[υπνοβάτης]]].
|mltxt=ο (AM [[κρημνοβάτης]], Α δωρ. τ. κρημνοβάτας)<br />αυτός που αναρριχάται ή που ζει σε γκρεμούς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που λέει μεγάλα [[λόγια]], [[στομφώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σχοινο</i>-[[βάτης]], [[υπνοβάτης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρημνοβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που περπατά πάνω στους γκρεμούς, σε Ανθ.
}}
}}