Anonymous

κοπάζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[κοπάζω]]) [[κόπος]]<br />[[καταπαύω]], [[λιγοστεύω]], [[ησυχάζω]], [[εξασθενώ]], [[ξεθυμαίνω]] (α. «κόπασε λίγο ο [[αέρας]] και [[έτσι]] μπορούμε να κολυμπήσουμε» β. «κόπασε ο [[θυμός]] του και μπορούμε πια να συζητήσουμε» γ. «κόπασε η [[πυρκαγιά]]» δ. «καὶ ἡ γῆ ἐκόπασε τοῡ πολέμου», ΠΔ<br />ε. «καὶ ηὔξατο Μωϋσῆς πρὸς Κύριον καὶ ἐκόπασε τὸ πῡρ», ΠΔ<br />στ. «κοπάσαντος τοῡ καύματος», Λογγ.).
|mltxt=(ΑM [[κοπάζω]]) [[κόπος]]<br />[[καταπαύω]], [[λιγοστεύω]], [[ησυχάζω]], [[εξασθενώ]], [[ξεθυμαίνω]] (α. «κόπασε λίγο ο [[αέρας]] και [[έτσι]] μπορούμε να κολυμπήσουμε» β. «κόπασε ο [[θυμός]] του και μπορούμε πια να συζητήσουμε» γ. «κόπασε η [[πυρκαγιά]]» δ. «καὶ ἡ γῆ ἐκόπασε τοῡ πολέμου», ΠΔ<br />ε. «καὶ ηὔξατο Μωϋσῆς πρὸς Κύριον καὶ ἐκόπασε τὸ πῡρ», ΠΔ<br />στ. «κοπάσαντος τοῡ καύματος», Λογγ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, αποδυναμώνομαι, [[εξασθενώ]], εξαντλούμαι· λέγεται για τον άνεμο, ελαττώνομαι, [[κοπάζω]], [[καταλαγιάζω]], σε Ηρόδ., Κ.Δ.
}}
}}