Anonymous

κραγόν: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραγόν]] (AM, Α και κράγον)<br /><b>επίρρ.</b> με [[κραυγή]], με [[ξεφωνητό]] («διαθαλεῑ ἡμᾱς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιτ. εν. του [[κραγός]], που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., του οποίου αποτελεί σύστοιχο [[αντικείμενο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βάδον</i>, <i>βαδίζει</i>)].
|mltxt=[[κραγόν]] (AM, Α και κράγον)<br /><b>επίρρ.</b> με [[κραυγή]], με [[ξεφωνητό]] («διαθαλεῑ ἡμᾱς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιτ. εν. του [[κραγός]], που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., του οποίου αποτελεί σύστοιχο [[αντικείμενο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βάδον</i>, <i>βαδίζει</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰγόν:''' ουδ. μτχ. αορ. βʹ του [[κράζω]].
}}
}}