Anonymous

κλυδωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κλυδωνίζομαι]]) [[κλύδων]]<br /><b>1.</b> συνταράσσομαι από [[μεγάλη]] [[φουρτούνα]], [[παλεύω]] με τα κύματα («το [[πλοίο]] κλυδωνιζόταν πολλές ώρες και κινδύνευσε να βυθιστεί»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> συνταράσσομαι ή ταλαιπωρούμαι όπως σε [[θαλασσοταραχή]], βρίσκομαι σε ταραχώδη ή ασταθή [[κατάσταση]] (α. «οἱ δὲ ἄδικοι κλυδωνισθήσονται», ΠΔ<br />β. «ἵνα [[μηκέτι]] ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας», ΚΔ).
|mltxt=(AM [[κλυδωνίζομαι]]) [[κλύδων]]<br /><b>1.</b> συνταράσσομαι από [[μεγάλη]] [[φουρτούνα]], [[παλεύω]] με τα κύματα («το [[πλοίο]] κλυδωνιζόταν πολλές ώρες και κινδύνευσε να βυθιστεί»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> συνταράσσομαι ή ταλαιπωρούμαι όπως σε [[θαλασσοταραχή]], βρίσκομαι σε ταραχώδη ή ασταθή [[κατάσταση]] (α. «οἱ δὲ ἄδικοι κλυδωνισθήσονται», ΠΔ<br />β. «ἵνα [[μηκέτι]] ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλῠδωνίζομαι:''' Παθ., αναταράζομαι όπως τα κύματα, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}