Anonymous

κρίσιμος: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κρίσιμος]], -ίμη, -ον) [[κρίσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει οριστική [[τροπή]] σε [[κάτι]], [[αποφασιστικός]] («κρίσιμη [[συνάντηση]]»)<br /><b>2.</b> [[σοβαρός]], [[επικίνδυνος]] (α. «η [[κατάσταση]] του ασθενούς παραμένει κρίσιμη» β. «η [[οικονομία]] βρίσκεται σε κρίσιμη [[κατάσταση]]» γ. «[[κρίσιμος]] [[ἡμέρα]]», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζει οριακές καταστάσεις, [[πέρα]] από τις οποίες ορισμένα φαινόμενα ισχύουν ή παύουν να υφίστανται (α. «κρίσιμη [[θερμοκρασία]]» β. «κρίσιμο [[σημείο]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρίσιμο</i>(<i>ν</i>)<br />η δικαστική [[υπόθεση]] που πρόκειται να κριθεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[δίκη]]<br /><b>2.</b> δικαστική [[απόφαση]]<br /><b>3.</b> [[εκδίκηση]], [[τιμωρία]]<br /><b>4.</b> [[βάσανο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κρισίμως</i> και -<i>ιμα</i><br />με κρίσιμο τρόπο.
|mltxt=-η, -ο (AM [[κρίσιμος]], -ίμη, -ον) [[κρίσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει οριστική [[τροπή]] σε [[κάτι]], [[αποφασιστικός]] («κρίσιμη [[συνάντηση]]»)<br /><b>2.</b> [[σοβαρός]], [[επικίνδυνος]] (α. «η [[κατάσταση]] του ασθενούς παραμένει κρίσιμη» β. «η [[οικονομία]] βρίσκεται σε κρίσιμη [[κατάσταση]]» γ. «[[κρίσιμος]] [[ἡμέρα]]», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζει οριακές καταστάσεις, [[πέρα]] από τις οποίες ορισμένα φαινόμενα ισχύουν ή παύουν να υφίστανται (α. «κρίσιμη [[θερμοκρασία]]» β. «κρίσιμο [[σημείο]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρίσιμο</i>(<i>ν</i>)<br />η δικαστική [[υπόθεση]] που πρόκειται να κριθεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[δίκη]]<br /><b>2.</b> δικαστική [[απόφαση]]<br /><b>3.</b> [[εκδίκηση]], [[τιμωρία]]<br /><b>4.</b> [[βάσανο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κρισίμως</i> και -<i>ιμα</i><br />με κρίσιμο τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρίσῐμος:''' [ῐ], -ον ([[κρίσις]]), [[αποφασιστικός]], [[κατηγορηματικός]] [[κρίσιμος]], σε Ανθ.
}}
}}