Anonymous

κυματίας: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυματίας]], ὁ (ιων. τ. κυματίης) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] κύματα, [[κυματώδης]], κυμαινόμενος<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί, που σηκώνει κύματα («ἄνεμον μέγαν καὶ κυματίην», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισθηματ</i>-<i>ίας</i>, <i>εγκληματ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[κυματίας]], ὁ (ιων. τ. κυματίης) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] κύματα, [[κυματώδης]], κυμαινόμενος<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί, που σηκώνει κύματα («ἄνεμον μέγαν καὶ κυματίην», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισθηματ</i>-<i>ίας</i>, <i>εγκληματ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῡματίας:''' Ιων. -ίης, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> ([[κῦμα]]),<br /><b class="num">1.</b> κυμαινόμενος, [[γεμάτος]] κύματα, <i>κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί κύματα, [[ανεμικός]], [[θυελλώδης]], [[ἄνεμος]], στον ίδ.
}}
}}