Anonymous

κρότημα: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κρότημα]]) [[κροτώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χτύπημα]], [[κρούση]], [[κρότηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[έργο]] που γίνεται με [[σφυρηλάτηση]]<br /><b>2.</b> (για τον Οδυσσέα) [[πανούργος]] («τὸ πάνσοφον [[κρότημα]], Λαέρτου [[γόνος]]», Σχόλ. <b>Θεόκρ.</b>).
|mltxt=το (Α [[κρότημα]]) [[κροτώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χτύπημα]], [[κρούση]], [[κρότηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[έργο]] που γίνεται με [[σφυρηλάτηση]]<br /><b>2.</b> (για τον Οδυσσέα) [[πανούργος]] («τὸ πάνσοφον [[κρότημα]], Λαέρτου [[γόνος]]», Σχόλ. <b>Θεόκρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρότημα:''' -ατος, τό, [[έργο]] που έχει γίνει με [[σφυρηλάτηση]], δουλεμένο [[κάτι]] με το [[σφυρί]]· μεταφ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σκληραγωγημένος, [[πανούργος]], σε Ευρ.
}}
}}