Anonymous

κροαίνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κροαίνω]] (Α)<br />(μόνο μτχ. ενεστ.) <i>κροαίνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>αῑνον</i><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) αυτό που χτυπάει τα πόδια του στο [[έδαφος]] («θείη πεδίοιο [[κροαίνω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] τη [[χορδή]] μουσικού οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ.</b> [[κρούω]].
|mltxt=[[κροαίνω]] (Α)<br />(μόνο μτχ. ενεστ.) <i>κροαίνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>αῑνον</i><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) αυτό που χτυπάει τα πόδια του στο [[έδαφος]] («θείη πεδίοιο [[κροαίνω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] τη [[χορδή]] μουσικού οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ.</b> [[κρούω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κροαίνω:''' μόνο στη μτχ. ενεστ., λέγεται για [[άλογο]], [[χτυπώ]] με τα πόδια, [[χτυπώ]] με την [[οπλή]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}