3,274,216
edits
(21) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κροαίνω]] (Α)<br />(μόνο μτχ. ενεστ.) <i>κροαίνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>αῑνον</i><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) αυτό που χτυπάει τα πόδια του στο [[έδαφος]] («θείη πεδίοιο [[κροαίνω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] τη [[χορδή]] μουσικού οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ.</b> [[κρούω]]. | |mltxt=[[κροαίνω]] (Α)<br />(μόνο μτχ. ενεστ.) <i>κροαίνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>αῑνον</i><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) αυτό που χτυπάει τα πόδια του στο [[έδαφος]] («θείη πεδίοιο [[κροαίνω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] τη [[χορδή]] μουσικού οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ.</b> [[κρούω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κροαίνω:''' μόνο στη μτχ. ενεστ., λέγεται για [[άλογο]], [[χτυπώ]] με τα πόδια, [[χτυπώ]] με την [[οπλή]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |