Anonymous

κύανος: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κύανος]], ο, η<br />Α και [[κυανός]])<br />βαθυκύανη, σκούρα [[μπλε]] [[χρωστική]] [[ουσία]], με την [[απόχρωση]] και τη [[στιλπνότητα]] του λαζουρίτη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό [[χρώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[λαζουρίτης]] [[λίθος]], από τη [[σκόνη]] του οποίου κατασκεύαζαν [[χρωστική]] [[ουσία]] για [[επίχριση]] τμημάτων όπλων και πανοπλιών και αντικειμένων από λίθο ή πλίνθο<br /><b>2.</b> η [[γαλαζόπετρα]] («κυανῴ ἢ μίλτῷ φορύξας [[ὕδωρ]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[είδος]] πτηνού, πιθ. ο [[πετροκότσυφας]] («ἔστι δέ τις πετραῑος ᾧ [[ὄνομα]] [[κύανος]]... ποιεῑται δ' ἐπὶ τῶν πετρῶν τὰς διατριβάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] κενταύριο<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το [[νερό]] της θάλασσας<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «σκευαστὸς [[κύανος]]»<br />(σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον «αυτοφυή κύανο») [[κράμα]] κονιορτοποιημένου αζουρίτη και χυτής υάλου<br /><b>7.</b> <b>ως επίθ.</b> [[κυανός]], [[κυάνεος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. μικρασιατικής προελεύσεως, που συνδέεται με χεττιτ. <i>kuwanna</i>(<i>n</i>)- «[[χαλκός]], [[πολύτιμος]] [[λίθος]]». Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (<i>kuwano</i> =[[κύανος]] ή [[κυανός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυανίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυάνεος]], [[κυανίτις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κυανόχρους]], [[κυανωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυάναιγις]], [[κυανάμπυξ]], [[κυανανθής]], [[κυανάντυξ]], [[κυαναυγής]], [[κυαναύλαξ]], [[κυανέμβολος]], [[κυανοβαφής]], [[κυανοβενθής]], [[κυανοβλέφαρος]], [[κυανοβόστρυχος]], [[κυανοειδής]], [[κυανόθριξ]], [[κυανοκρήδεμνος]], [[κυανόπεζα]], [[κυανόπεπλος]], [[κυανοπλόκαμος]], <i>κυανοπλόκος</i>, [[κυανοπρώρειος]], [[κυανόπρωρος]], [[κυανόπτερος]], [[κυανοπτέρυξ]], [[κυανόστολος]], [[κυανόφρυς]], [[κυανοχαίτης]], [[κυανοχίτων]], [[κυανόχρως]], [[κυανώπης]].
|mltxt=ο (AM [[κύανος]], ο, η<br />Α και [[κυανός]])<br />βαθυκύανη, σκούρα [[μπλε]] [[χρωστική]] [[ουσία]], με την [[απόχρωση]] και τη [[στιλπνότητα]] του λαζουρίτη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό [[χρώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[λαζουρίτης]] [[λίθος]], από τη [[σκόνη]] του οποίου κατασκεύαζαν [[χρωστική]] [[ουσία]] για [[επίχριση]] τμημάτων όπλων και πανοπλιών και αντικειμένων από λίθο ή πλίνθο<br /><b>2.</b> η [[γαλαζόπετρα]] («κυανῴ ἢ μίλτῷ φορύξας [[ὕδωρ]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[είδος]] πτηνού, πιθ. ο [[πετροκότσυφας]] («ἔστι δέ τις πετραῑος ᾧ [[ὄνομα]] [[κύανος]]... ποιεῑται δ' ἐπὶ τῶν πετρῶν τὰς διατριβάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] κενταύριο<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το [[νερό]] της θάλασσας<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «σκευαστὸς [[κύανος]]»<br />(σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον «αυτοφυή κύανο») [[κράμα]] κονιορτοποιημένου αζουρίτη και χυτής υάλου<br /><b>7.</b> <b>ως επίθ.</b> [[κυανός]], [[κυάνεος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. μικρασιατικής προελεύσεως, που συνδέεται με χεττιτ. <i>kuwanna</i>(<i>n</i>)- «[[χαλκός]], [[πολύτιμος]] [[λίθος]]». Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (<i>kuwano</i> =[[κύανος]] ή [[κυανός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυανίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυάνεος]], [[κυανίτις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κυανόχρους]], [[κυανωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυάναιγις]], [[κυανάμπυξ]], [[κυανανθής]], [[κυανάντυξ]], [[κυαναυγής]], [[κυαναύλαξ]], [[κυανέμβολος]], [[κυανοβαφής]], [[κυανοβενθής]], [[κυανοβλέφαρος]], [[κυανοβόστρυχος]], [[κυανοειδής]], [[κυανόθριξ]], [[κυανοκρήδεμνος]], [[κυανόπεζα]], [[κυανόπεπλος]], [[κυανοπλόκαμος]], <i>κυανοπλόκος</i>, [[κυανοπρώρειος]], [[κυανόπρωρος]], [[κυανόπτερος]], [[κυανοπτέρυξ]], [[κυανόστολος]], [[κυανόφρυς]], [[κυανοχαίτης]], [[κυανοχίτων]], [[κυανόχρως]], [[κυανώπης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κύανος:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυανός]], με σκουρόχρωμο [[περιεχόμενο]], χρησιμοποιείται στην Ηρωική Εποχή για τη [[διακόσμηση]] έργων σε [[μέταλλο]], πιθ. [[μπλε]] [[ατσάλι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> ως θηλ., μωβ-[[μπλε]] [[λουλούδι]] του σιταριού, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[κυάνεος]], με συγκρ. και υπερθ. <i>κυανώτερος</i>, <i>-ώτατος</i>, σε Ανακρεόντ.
}}
}}