Anonymous

λαβροσύνη: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαβροσύνη]], δωρ. τ. λαβροσύνα, ἡ (Α) [[λάβρος]]<br /><b>1.</b> [[αδηφαγία]], [[απληστία]], [[λαιμαργία]]<br /><b>2.</b> [[θρασύτητα]], [[προπέτεια]].
|mltxt=[[λαβροσύνη]], δωρ. τ. λαβροσύνα, ἡ (Α) [[λάβρος]]<br /><b>1.</b> [[αδηφαγία]], [[απληστία]], [[λαιμαργία]]<br /><b>2.</b> [[θρασύτητα]], [[προπέτεια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαβροσύνη:''' ἡ ([[λάβρος]]), [[βιαιότητα]], [[απληστία]], [[λαιμαργία]], σε Ανθ.
}}
}}