Anonymous

κωμικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κωμικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε [[κωμωδία]] ή σε ποιητή που έχει γράψει κωμωδίες (α. «χορόν... κωμικόν», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «Παρμένοντος τοῡ κωμικοῡ ὑποκριτοῡ», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) αυτός που υποδύεται σε θεατρικό [[έργο]] αστείο ρόλο<br />β) αυτός που γράφει κωμωδίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί το [[γέλιο]], [[αστείος]], [[φαιδρός]] (α. «κωμικό [[πρόσωπο]]» β. «[[κωμικός]] [[ρόλος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κωμικό</i><br />[[παράσταση]] στην [[τέχνη]] ή [[κατάσταση]] στη ζωή που προκαλεί το [[γέλιο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κωμική όπερα» — [[κατηγορία]] μουσικών-θεατρικών έργων με ανάλαφρο χαρακτήρα και ευτυχές [[τέλος]], στην οποία εντάσσονται [[συνήθως]] η [[οπερέτα]], η [[μουσική]] [[κωμωδία]], η όπερα-[[μπούφα]], η όπερα-[[μπαλάντα]], η θαρθουέλα και η [[τοναδίγια]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το αρχ. ως ουσ.) <i>ὁ [[κωμικός]]<br />ο Αριστοφάνης («ὡς ὁ κωμικὸς τὸν Κλέωνα», <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κωμικώς]] και -<i>ά</i> (Α κωμικῶς)<br />με κωμικό τρόπο, αστεία<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τον τρόπο της κωμωδίας («τούτων τὰ μὲν κωμικῶς πέπλακε, τὰ δὲ τραγικῶς», Διογ. Α.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμος]]. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε [[υστερογενώς]] [[αντί]] του τ. [[κωμῳδικός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κωμικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε [[κωμωδία]] ή σε ποιητή που έχει γράψει κωμωδίες (α. «χορόν... κωμικόν», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «Παρμένοντος τοῡ κωμικοῡ ὑποκριτοῡ», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) αυτός που υποδύεται σε θεατρικό [[έργο]] αστείο ρόλο<br />β) αυτός που γράφει κωμωδίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί το [[γέλιο]], [[αστείος]], [[φαιδρός]] (α. «κωμικό [[πρόσωπο]]» β. «[[κωμικός]] [[ρόλος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κωμικό</i><br />[[παράσταση]] στην [[τέχνη]] ή [[κατάσταση]] στη ζωή που προκαλεί το [[γέλιο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κωμική όπερα» — [[κατηγορία]] μουσικών-θεατρικών έργων με ανάλαφρο χαρακτήρα και ευτυχές [[τέλος]], στην οποία εντάσσονται [[συνήθως]] η [[οπερέτα]], η [[μουσική]] [[κωμωδία]], η όπερα-[[μπούφα]], η όπερα-[[μπαλάντα]], η θαρθουέλα και η [[τοναδίγια]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το αρχ. ως ουσ.) <i>ὁ [[κωμικός]]<br />ο Αριστοφάνης («ὡς ὁ κωμικὸς τὸν Κλέωνα», <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κωμικώς]] και -<i>ά</i> (Α κωμικῶς)<br />με κωμικό τρόπο, αστεία<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τον τρόπο της κωμωδίας («τούτων τὰ μὲν κωμικῶς πέπλακε, τὰ δὲ τραγικῶς», Διογ. Α.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμος]]. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε [[υστερογενώς]] [[αντί]] του τ. [[κωμῳδικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κωμῐκός:''' -ή, -όν, Λατ. [[comicus]] = [[κωμῳδικός]], σε Αισχίν.
}}
}}