Anonymous

κώκυμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κώκυμα]], -ύματος, τὸ (Α) [[κωκύω]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ κωκύματα</i><br />[[θρήνος]], σπαραχτική [[κραυγή]] («αἴσχη τε Πέρσαις καὶ λιγέα κωκύματα», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[κώκυμα]], -ύματος, τὸ (Α) [[κωκύω]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ κωκύματα</i><br />[[θρήνος]], σπαραχτική [[κραυγή]] («αἴσχη τε Πέρσαις καὶ λιγέα κωκύματα», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κώκῡμα:''' -ατος, τό, [[θρήνος]], [[κραυγή]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}