Anonymous

λαβή: Difference between revisions

From LSJ
802 bytes added ,  31 December 2018
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λαβή]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί [[κάποιος]] να το πιάσει ή να το κρατήσει ή να το χρησιμοποιήσει, [[χερούλι]], [[χέρι]], [[πιάσιμο]] (α. «[[λαβή]] στάμνας» β. «[[λαβή]] όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο [[ένας]] [[παλαιστής]] πιάνει τον αντίπαλο και, γενικά, το [[πιάσιμο]] (α. «του έκανε μια αριστοτεχνική [[λαβή]] και τον έριξε» β. «λαβὴ πώγωνος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφορμή]], [[ευκαιρία]], κατάλληλη [[περίσταση]] (α. «του έδωσες [[λαβή]] και τήν εκμεταλλεύθηκε» β. «μὴ μεθῇς τὸν ἄνδρ', [[ἐπειδή]] σοι λαβὴν δέδωκεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[λαβή]] της σφύρας»<br /><b>ανατ.</b> η [[απόφυση]] της σφύρας του αφτιού που συνδέεται με τον τυμπανικό υμένα<br />β) «[[λαβή]] του στέρνου»<br /><b>ανατ.</b> το [[επάνω]] [[τμήμα]] του οστού του στέρνου, που θυμίζει [[λαβή]] ξίφους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να δέχεται ή να παίρνει [[κανείς]] [[κάτι]], [[λήψη]] (α. «τὰς λαβὰς τοῡ φαρμάκου», <b>Γαλ.</b><br />β. «τὸ νεῑκος δ' οὐκ ἐν ἀργύρου λαβῇ ἔλυσεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[προσβολή]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[σφαίρα]]) [[άρπαγμα]]<br /><b>4.</b> (για επίδεσμο) [[τύλιγμα]]<br /><b>5.</b> (για [[βελόνα]]) [[τρύπα]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λαβαί</i> (για μυς) οι προσφύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαβ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i> αόρ. του [[λαμβάνω]])].
|mltxt=η (AM [[λαβή]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί [[κάποιος]] να το πιάσει ή να το κρατήσει ή να το χρησιμοποιήσει, [[χερούλι]], [[χέρι]], [[πιάσιμο]] (α. «[[λαβή]] στάμνας» β. «[[λαβή]] όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο [[ένας]] [[παλαιστής]] πιάνει τον αντίπαλο και, γενικά, το [[πιάσιμο]] (α. «του έκανε μια αριστοτεχνική [[λαβή]] και τον έριξε» β. «λαβὴ πώγωνος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφορμή]], [[ευκαιρία]], κατάλληλη [[περίσταση]] (α. «του έδωσες [[λαβή]] και τήν εκμεταλλεύθηκε» β. «μὴ μεθῇς τὸν ἄνδρ', [[ἐπειδή]] σοι λαβὴν δέδωκεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[λαβή]] της σφύρας»<br /><b>ανατ.</b> η [[απόφυση]] της σφύρας του αφτιού που συνδέεται με τον τυμπανικό υμένα<br />β) «[[λαβή]] του στέρνου»<br /><b>ανατ.</b> το [[επάνω]] [[τμήμα]] του οστού του στέρνου, που θυμίζει [[λαβή]] ξίφους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να δέχεται ή να παίρνει [[κανείς]] [[κάτι]], [[λήψη]] (α. «τὰς λαβὰς τοῡ φαρμάκου», <b>Γαλ.</b><br />β. «τὸ νεῑκος δ' οὐκ ἐν ἀργύρου λαβῇ ἔλυσεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[προσβολή]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[σφαίρα]]) [[άρπαγμα]]<br /><b>4.</b> (για επίδεσμο) [[τύλιγμα]]<br /><b>5.</b> (για [[βελόνα]]) [[τρύπα]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λαβαί</i> (για μυς) οι προσφύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαβ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i> αόρ. του [[λαμβάνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾰβή:''' ἡ ([[λαβεῖν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[καθετί]] που μπορεί [[κάποιος]] να πιάσει, [[χειρολαβή]], [[χερούλι]], [[πόμολο]], σε Δημ.· <i>λαβαὶἀμφίστομοι</i>, λέγεται για την [[κούπα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[πυγμαχικός]] όρος, [[λαβή]] ή [[πιάσιμο]], [[ὥσπερ]] ἀθλητὴς λαβὴν ζητεῖν, σε Πλούτ.· μεταφ., [[λαβή]], [[ευκαιρία]], κατάλληλη [[περίσταση]], <i>λαβὴν διδόναι</i>, Λατ. ausam praebere, σε Αριστοφ.· ομοίως, <i>λαβὴ παραδιδόναι</i>, <i>παρέχειν</i>, στον ίδ., Πλάτ.
}}
}}