3,277,114
edits
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυναγός]], ὁ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κυνηγός]]. | |mltxt=[[κυναγός]], ὁ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κυνηγός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠνᾱγός:''' ὁ, ἡ, Δωρ. και Αττ. αντί [[κυνηγός]] ([[ἄγω]])· αυτός που οδηγεί τα κυνηγετικά σκυλιά, σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |