Anonymous

κτέρας: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτέρας]], τὸ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[κτήση]], [[κτήμα]], [[ιδιοκτησία]]<br /><b>2.</b> [[δώρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιες παραμένουν τόσο η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. [[κτήμα]] όσο και η [[αναγωγή]] της σε θ. <i>κτερ</i>- «[[καίω]]». Ο τ. [[κτέρας]] μαρτυρείται μόνο στην ονομ. και αιτ. ενώ απαντά συχνότερα ο τ. του πληθ. [[κτέρεα]], που σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τη γεν. πληθ. <i>κτερέων</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κτεράων</i> και χρησιμοποιούνταν με σημ. «νεκρικές προσφορές ή τιμές»].
|mltxt=[[κτέρας]], τὸ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[κτήση]], [[κτήμα]], [[ιδιοκτησία]]<br /><b>2.</b> [[δώρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιες παραμένουν τόσο η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. [[κτήμα]] όσο και η [[αναγωγή]] της σε θ. <i>κτερ</i>- «[[καίω]]». Ο τ. [[κτέρας]] μαρτυρείται μόνο στην ονομ. και αιτ. ενώ απαντά συχνότερα ο τ. του πληθ. [[κτέρεα]], που σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τη γεν. πληθ. <i>κτερέων</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κτεράων</i> και χρησιμοποιούνταν με σημ. «νεκρικές προσφορές ή τιμές»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κτέρας:''' τό = [[κτέανον]], [[κτήση]], [[απόκτημα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}