3,277,172
edits
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυνηγέτης]], ὁ, θηλ. [[κυνηγέτις]], -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και [[κυναγέτις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για [[κυνήγι]], [[θηρευτής]], [[κυνηγός]] (α. «ὁμαρτεῑν ὡς κυνηγέτη [[κύνας]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἡμᾱς δεῑ [[ὥσπερ]] κυνηγέτας θάμνον κύκλον περιίστασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιζητεί τη [[φήμη]] ή, γενικά, που επιδιώκει [[κάτι]] («τὸν ἀγαθὸν κυνηγέτην μεταθεῑν χρὴ καὶ μὴ ἀνιέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>θηλ.</b> [[κυνηγέτις]] και <i>κυνηγέτρια</i><br />α) η [[κυνηγός]], η [[θηρεύτρια]]<br />β) επίθ. της Αρτέμιδος («[[Ἄρτεμις]] [[κυνηγέτις]]», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύων]], <i>κυνός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἡγοῦμαι</i>)]. | |mltxt=[[κυνηγέτης]], ὁ, θηλ. [[κυνηγέτις]], -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και [[κυναγέτις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για [[κυνήγι]], [[θηρευτής]], [[κυνηγός]] (α. «ὁμαρτεῑν ὡς κυνηγέτη [[κύνας]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἡμᾱς δεῑ [[ὥσπερ]] κυνηγέτας θάμνον κύκλον περιίστασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιζητεί τη [[φήμη]] ή, γενικά, που επιδιώκει [[κάτι]] («τὸν ἀγαθὸν κυνηγέτην μεταθεῑν χρὴ καὶ μὴ ἀνιέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>θηλ.</b> [[κυνηγέτις]] και <i>κυνηγέτρια</i><br />α) η [[κυνηγός]], η [[θηρεύτρια]]<br />β) επίθ. της Αρτέμιδος («[[Ἄρτεμις]] [[κυνηγέτις]]», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύων]], <i>κυνός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἡγοῦμαι</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠνηγέτης:''' -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ-, [[κυνηγός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>κυναγέτης ἀμφὶ πάλᾳ</i>, [[κάποιος]] που διεκδικεί έπαθλο στην [[πάλη]], σε Πίνδ.· θηλ. [[κυνηγέτις]], σε Δωρ. -ᾱγέτις, <i>-ιδος</i>, [[γυναίκα]] [[κυνηγός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |