Anonymous

κλημάτινος: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ίνη (AM [[κλημάτινος]], -ίνη, -ον) [[κλήμα]]<br />[[κληματένιος]] («κλημάτινον πῦρ», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κληματίνη</i><br />η [[τέφρα]] από κλάδους αμπέλου.
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ίνη (AM [[κλημάτινος]], -ίνη, -ον) [[κλήμα]]<br />[[κληματένιος]] («κλημάτινον πῦρ», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κληματίνη</i><br />η [[τέφρα]] από κλάδους αμπέλου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλημάτῐνος:''' -η, -ον, ο [[σχετικός]] με τα κλαδιά αμπελιών, σε Θέογν.
}}
}}