3,277,759
edits
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[λεπτόγειος]], -ον)<br /><b>βλ.</b> [[λεπτόγαιος]]. | |mltxt=-ο (Α [[λεπτόγειος]], -ον)<br /><b>βλ.</b> [[λεπτόγαιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεπτόγειος:''' -ον ή [[λεπτό]]-γεως, -ων ([[γαῖα]], γῆ), αυτός που έχει λεπτή, άγονη, μη εύφορη γη, [[χέρσος]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |