Anonymous

λήϊον: Difference between revisions

From LSJ
465 bytes added ,  31 December 2018
5
(23)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λήϊον]], δωρ. τ. λᾷιον και λαῑον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> αθέριστοι καρποί του αγρού, [[χωράφι]] [[πριν]] από τον θερισμό, [[σπαρτά]] στην [[ακμή]] τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῡ σίτου τὸ [[λήϊον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]]<br /><b>3.</b> η [[λεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱFιον</i> «[[κέρδος]], [[προϊόν]]». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα [[απολαύω]] και [[λεία]] (ιων. τ. [[ληΐη]])].
|mltxt=[[λήϊον]], δωρ. τ. λᾷιον και λαῑον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> αθέριστοι καρποί του αγρού, [[χωράφι]] [[πριν]] από τον θερισμό, [[σπαρτά]] στην [[ακμή]] τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῡ σίτου τὸ [[λήϊον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]]<br /><b>3.</b> η [[λεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱFιον</i> «[[κέρδος]], [[προϊόν]]». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα [[απολαύω]] και [[λεία]] (ιων. τ. [[ληΐη]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λήϊον:''' Δωρ. [[λᾷον]], τό,<br /><b class="num">1.</b> [[σπαρτά]], [[χωράφι]] [[πριν]] το θερισμό, Λατ. [[seges]], ὡς δ' [[ὅτε]] κινήσῃ [[Ζέφυρος]] βαθὺ [[λήϊον]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]], [[σιτοβολώνας]], σε Θεόκρ., Βάβρ.
}}
}}