3,277,180
edits
(22) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[κώνωψ]], -ωπος)<br /><b>1.</b> [[κουνούπι]] («ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Κώνωψ</i><br />μικρό λατινικό [[ποίημα]] που αποδίδεται στον Βεργίλιο<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «oἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — λέγεται γι' αυτούς που επικρίνουν τα μικρά ελαττώματα και παραβλέπουν τα μεγάλα αμαρτήματα<br />β) «[[κώνωψ]] ἐπὶ κέρατος βοός» — λέγεται για να δηλώσει ασήμαντα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολόγηση του <i>κών</i>-<i>ωψ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κῶνος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὤψ</i> «όψη» δεν φαίνεται πιθ. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. από την αιγυπτ. <i>hnms</i> «[[μύγα]], [[κουνούπι]]», σχηματισμένη με [[επίδραση]] της λ. [[κῶνος]]. Η λ. [[κωνώπιον]] «κουνουπάκι, [[κρεβάτι]] με [[κουνουπιέρα]]» συνδέθηκε παρετυμολογικώς με αμάρτυρο <i>κανώπιον</i> <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. [[πόλη]] [[Κάνωπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κωνωπείον]], [[κωνωπεών]], [[κωνωπώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κωνώπιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[κωνωποειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωνωποθήρας]], [[κωνωποσφράντης]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αεροκώνωψ</i>]. | |mltxt=ο (AM [[κώνωψ]], -ωπος)<br /><b>1.</b> [[κουνούπι]] («ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Κώνωψ</i><br />μικρό λατινικό [[ποίημα]] που αποδίδεται στον Βεργίλιο<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «oἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — λέγεται γι' αυτούς που επικρίνουν τα μικρά ελαττώματα και παραβλέπουν τα μεγάλα αμαρτήματα<br />β) «[[κώνωψ]] ἐπὶ κέρατος βοός» — λέγεται για να δηλώσει ασήμαντα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολόγηση του <i>κών</i>-<i>ωψ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κῶνος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὤψ</i> «όψη» δεν φαίνεται πιθ. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. από την αιγυπτ. <i>hnms</i> «[[μύγα]], [[κουνούπι]]», σχηματισμένη με [[επίδραση]] της λ. [[κῶνος]]. Η λ. [[κωνώπιον]] «κουνουπάκι, [[κρεβάτι]] με [[κουνουπιέρα]]» συνδέθηκε παρετυμολογικώς με αμάρτυρο <i>κανώπιον</i> <span style="color: red;"><</span> αιγυπτ. [[πόλη]] [[Κάνωπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κωνωπείον]], [[κωνωπεών]], [[κωνωπώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κωνώπιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[κωνωποειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωνωποθήρας]], [[κωνωποσφράντης]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αεροκώνωψ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κώνωψ:''' -ωπος, ὁ, [[κουνούπι]], [[σκνίπα]], Λατ. [[culex]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. | |||
}} | }} |