Anonymous

λημνίσκος: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λημνίσκος]]) [[Λήμνος]]<br /><b>1.</b> στενή [[ταινία]] από [[μαλλί]] η οποία έμοιαζε με επιμήκη διακοσμητικό φιόγκο και δενόταν [[συνήθως]] στα νικητήρια στεφάνια και στους κλάδους που έδιναν στους νικητές<br /><b>2.</b> (στην [[παλαιογραφία]]) [[σημείο]] που αποτελείται από [[παύλα]] [[μεταξύ]] μιας άνω και μιας [[κάτω]] στιγμής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] που μοιάζει με επιμήκη φιόγκο<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[δέσμη]] νευρικών ινών που εξασφαλίζουν κεντρομόλες συνδέσεις στο εγκεφαλικό [[στέλεχος]] (α. «έσω [[λημνίσκος]]» β. «έξω [[λημνίσκος]]»)<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> [[είδος]] αλγεβρικής καμπύλης<br /><b>4.</b> <b>(ορυκτ.)</b> [[εικόνα]] την οποία παρέχει [[πλακίδιο]] διάξονα διπλοθλαστικού κρυστάλλου, όταν κοπεί [[κάθετα]] [[προς]] την [[οξεία]] διχοτόμο τών οπτικών αξόνων και εξεταστεί σε πολωτικό [[μικροσκόπιο]] με συγκλίνον φως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ταινία]] με την οποία έδεναν τα μαλλιά<br /><b>2.</b> [[βρόχος]], [[θηλιά]], με την οποία έπιαναν τα πουλιά από τα πόδια<br /><b>3.</b> [[χειρουργικός]] [[επίδεσμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> παράγωγο του τοπων. <i>Λήμνος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αμύκλες</i>: [[αμυκλάδες]] «παπούτσια που κατασκευάζονταν στις Αμύκλες της Λακωνικής»)].
|mltxt=ο (AM [[λημνίσκος]]) [[Λήμνος]]<br /><b>1.</b> στενή [[ταινία]] από [[μαλλί]] η οποία έμοιαζε με επιμήκη διακοσμητικό φιόγκο και δενόταν [[συνήθως]] στα νικητήρια στεφάνια και στους κλάδους που έδιναν στους νικητές<br /><b>2.</b> (στην [[παλαιογραφία]]) [[σημείο]] που αποτελείται από [[παύλα]] [[μεταξύ]] μιας άνω και μιας [[κάτω]] στιγμής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] που μοιάζει με επιμήκη φιόγκο<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[δέσμη]] νευρικών ινών που εξασφαλίζουν κεντρομόλες συνδέσεις στο εγκεφαλικό [[στέλεχος]] (α. «έσω [[λημνίσκος]]» β. «έξω [[λημνίσκος]]»)<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> [[είδος]] αλγεβρικής καμπύλης<br /><b>4.</b> <b>(ορυκτ.)</b> [[εικόνα]] την οποία παρέχει [[πλακίδιο]] διάξονα διπλοθλαστικού κρυστάλλου, όταν κοπεί [[κάθετα]] [[προς]] την [[οξεία]] διχοτόμο τών οπτικών αξόνων και εξεταστεί σε πολωτικό [[μικροσκόπιο]] με συγκλίνον φως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ταινία]] με την οποία έδεναν τα μαλλιά<br /><b>2.</b> [[βρόχος]], [[θηλιά]], με την οποία έπιαναν τα πουλιά από τα πόδια<br /><b>3.</b> [[χειρουργικός]] [[επίδεσμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> παράγωγο του τοπων. <i>Λήμνος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αμύκλες</i>: [[αμυκλάδες]] «παπούτσια που κατασκευάζονταν στις Αμύκλες της Λακωνικής»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λημνίσκος:''' ὁ ([[λῆνος]]), μάλλινη [[στενή]] [[ταινία]], Λατ. [[taenia]], σε Πλούτ., κ.λπ.
}}
}}