Anonymous

κυαμευτός: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυαμευτός]], -η, -όν (Α) [[κυαμεύω]]<br /><b>1.</b> (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με [[ψηφοφορία]] («λέγων ὡς [[μῶρον]] εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[ψηφοφορία]]) αυτή που γίνεται με κυάμους, με [[κουκιά]] («κυαμευταὶ γὰρ [[ἦσαν]] [[ἔμπροσθεν]] αἱ ψηφοφορίαι, δι' ὧνπερ ἐπετίθεσαν τὰς ἀρχάς», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[κυαμευτός]], -η, -όν (Α) [[κυαμεύω]]<br /><b>1.</b> (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με [[ψηφοφορία]] («λέγων ὡς [[μῶρον]] εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[ψηφοφορία]]) αυτή που γίνεται με κυάμους, με [[κουκιά]] («κυαμευταὶ γὰρ [[ἦσαν]] [[ἔμπροσθεν]] αἱ ψηφοφορίαι, δι' ὧνπερ ἐπετίθεσαν τὰς ἀρχάς», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰμευτός:''' -ή, -όν, διαλεγμένος από σπόρους, δηλ. με κλήρο, σε Ξεν.
}}
}}