Anonymous

λεῖος: Difference between revisions

From LSJ
1,218 bytes added ,  31 December 2018
5
(22)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α λεῑος, [[λεία]], λεῑον)<br /><b>1.</b> [[ομαλός]] στην [[επιφάνεια]], αυτός δεν [[είναι]] [[τραχύς]] στην αφή, [[απαλός]] (α. «έχει πολύ λείο [[δέρμα]]» β. «[[αἴγειρος]] ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στιλπνός]], [[γυαλιστερός]]<br /><b>3.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ατάραχος]], [[ακύμαντος]], [[ήρεμος]], [[γαλήνιος]] («εὐαέϊ τε πνεύματι [[χρησάμενος]] καὶ θαλάσσῃ λείῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λείο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[λειότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) αυτός που έχει σταθερή [[διεύθυνση]] και [[ένταση]] [[χωρίς]] αυξομειώσεις και ριπές, [[στρωτός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον ριπαίο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> α) «λείες μυϊκές ίνες» — μυϊκές ίνες που αποτελούνται από επιμήκη ατρακτοειδή κύτταρα με ραβδοειδή [[πυρήνα]] στο [[μέσον]] τους<br />β) «λείοι μύες» — μύες που αποτελούνται από λείες ίνες, σχηματίζουν τα εσωτερικά όργανα του σώματος και εκτελούν τις φυσικές λειτουργίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφασμα) αυτό που [[είναι]] ομαλό, που δεν έχει κεντήματα («λεῑον καὶ τὸ λεγόμενον εὐήτριον [[ὕφασμα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[αγγείο]]) αυτό που έχει ομαλή [[επιφάνεια]], [[χωρίς]] ανάγλυφες παραστάσεις<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) α) [[πεδινός]]<br />β) αυτός που δεν έχει πέτρες, [[ομαλός]], [[επίπεδος]]<br />γ) αυτός που δεν έχει λόφους, βουνά («[[λεία]] [[χώρα]] καὶ [[ἄξυλος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (για το [[πέλμα]] τών ποδιών) [[πλατύς]]<br /><b>5.</b> αυτός που έχει [[επιδερμίδα]] [[χωρίς]] [[τρίχες]], [[άτριχος]] («λειότατον τῶν ζῴων ἐστὶν [[ἄνθρωπος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που δεν έχει γένια, [[αμούστακος]]<br /><b>7.</b> (για [[ψάρι]]) αυτό που δεν έχει λέπια («ἀλλ' οἱ μὲν πλεῑστοι αὐτῶν λεπιδωτοί εἰσιν... ἐλάχιστον δ' ἐστὶ [[πλῆθος]] αὐτῶν τὸ λεῑον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[ελαφρός]]<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> [[ήπιος]], [[μαλακός]], [[γλυκύς]], [[ευχάριστος]] («[[λέγω]] δὲ καὶ τῶν φωνῶν τὰς λείας καὶ λαμπράς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> αυτός που με την [[τριβή]] έχει κονιοποιηθεί<br /><b>11.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ λεῑος</i><br />το [[ψάρι]] [[γαλέος]]<br /><b>12.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ψιλή]] [[άμμος]]<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «[[λεία]] [[κίνησις]]»<br />([[φράση]] της Κυρηναϊκής Σχολής) [[ηδονή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λείως]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ήσυχα]], ήρεμα, ομαλά («ὁ δὲ οὕτω [[λείως]]... ἔρχεται ἐπὶ τὰς μαθήσεις... [[οἷον]] ἐλαίου ρεῡμα ἀψοφητὶ ῥέοντος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τελείως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λεῑος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λειFος</i> αντιστοιχεί στο λατ. <i>levis</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>levi</i>-, που προήλθε [[είτε]] από θ. σε -<i>u</i>- (<i>leu</i>-) [[είτε]] σε -<i>ο</i>- (<i>leo</i>-). Η [[διαφορά]] αυτή <i>λειF</i>- ελληνικό [[αλλά]] <i>lev</i>- λατινικό δεν επιτρέπει να υποστηριχθεί με [[βεβαιότητα]] η [[αναγωγή]] και τών δύο σε ορισμένη ΙΕ [[ρίζα]] (<b>βλ.</b> και <i>λίς</i>, [[λιτός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λειαίνω]], [[λειότητα]](-<i>ης</i>), [[λειώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεία]], [[λείαξ]], [[λειώδης]], [[λείως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>λ</i>(<i>ε</i>)<i>ιανός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λειοποιώ]], [[λειοτριβής]], [[λειόφλοιος]], [[λειόφυλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λειόβατος]], [[λειογένειος]], [[λειόγλωσσος]], [[λειοκάρηνος]], [[λειόκαυλος]], [[λειοκόνιτος]], [[λειοκύμων]], [[λειόμερος]], [[λειόμιτος]], [[λειόστρακος]], [[λειοσώματος]], [[λειοτριχιώ]], [[λειουργός]], [[λείουρος]], [[λειόχρως]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λειοκυμαίνω]], [[λειόπελμος]], [[λειοπώγων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λειόθριξ]], [[λειόσπερμος]].
|mltxt=-α, -ο (Α λεῑος, [[λεία]], λεῑον)<br /><b>1.</b> [[ομαλός]] στην [[επιφάνεια]], αυτός δεν [[είναι]] [[τραχύς]] στην αφή, [[απαλός]] (α. «έχει πολύ λείο [[δέρμα]]» β. «[[αἴγειρος]] ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στιλπνός]], [[γυαλιστερός]]<br /><b>3.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ατάραχος]], [[ακύμαντος]], [[ήρεμος]], [[γαλήνιος]] («εὐαέϊ τε πνεύματι [[χρησάμενος]] καὶ θαλάσσῃ λείῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λείο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[λειότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) αυτός που έχει σταθερή [[διεύθυνση]] και [[ένταση]] [[χωρίς]] αυξομειώσεις και ριπές, [[στρωτός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον ριπαίο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> α) «λείες μυϊκές ίνες» — μυϊκές ίνες που αποτελούνται από επιμήκη ατρακτοειδή κύτταρα με ραβδοειδή [[πυρήνα]] στο [[μέσον]] τους<br />β) «λείοι μύες» — μύες που αποτελούνται από λείες ίνες, σχηματίζουν τα εσωτερικά όργανα του σώματος και εκτελούν τις φυσικές λειτουργίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφασμα) αυτό που [[είναι]] ομαλό, που δεν έχει κεντήματα («λεῑον καὶ τὸ λεγόμενον εὐήτριον [[ὕφασμα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[αγγείο]]) αυτό που έχει ομαλή [[επιφάνεια]], [[χωρίς]] ανάγλυφες παραστάσεις<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) α) [[πεδινός]]<br />β) αυτός που δεν έχει πέτρες, [[ομαλός]], [[επίπεδος]]<br />γ) αυτός που δεν έχει λόφους, βουνά («[[λεία]] [[χώρα]] καὶ [[ἄξυλος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (για το [[πέλμα]] τών ποδιών) [[πλατύς]]<br /><b>5.</b> αυτός που έχει [[επιδερμίδα]] [[χωρίς]] [[τρίχες]], [[άτριχος]] («λειότατον τῶν ζῴων ἐστὶν [[ἄνθρωπος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που δεν έχει γένια, [[αμούστακος]]<br /><b>7.</b> (για [[ψάρι]]) αυτό που δεν έχει λέπια («ἀλλ' οἱ μὲν πλεῑστοι αὐτῶν λεπιδωτοί εἰσιν... ἐλάχιστον δ' ἐστὶ [[πλῆθος]] αὐτῶν τὸ λεῑον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[ελαφρός]]<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> [[ήπιος]], [[μαλακός]], [[γλυκύς]], [[ευχάριστος]] («[[λέγω]] δὲ καὶ τῶν φωνῶν τὰς λείας καὶ λαμπράς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> αυτός που με την [[τριβή]] έχει κονιοποιηθεί<br /><b>11.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ λεῑος</i><br />το [[ψάρι]] [[γαλέος]]<br /><b>12.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ψιλή]] [[άμμος]]<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «[[λεία]] [[κίνησις]]»<br />([[φράση]] της Κυρηναϊκής Σχολής) [[ηδονή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λείως]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ήσυχα]], ήρεμα, ομαλά («ὁ δὲ οὕτω [[λείως]]... ἔρχεται ἐπὶ τὰς μαθήσεις... [[οἷον]] ἐλαίου ρεῡμα ἀψοφητὶ ῥέοντος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τελείως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λεῑος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λειFος</i> αντιστοιχεί στο λατ. <i>levis</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>levi</i>-, που προήλθε [[είτε]] από θ. σε -<i>u</i>- (<i>leu</i>-) [[είτε]] σε -<i>ο</i>- (<i>leo</i>-). Η [[διαφορά]] αυτή <i>λειF</i>- ελληνικό [[αλλά]] <i>lev</i>- λατινικό δεν επιτρέπει να υποστηριχθεί με [[βεβαιότητα]] η [[αναγωγή]] και τών δύο σε ορισμένη ΙΕ [[ρίζα]] (<b>βλ.</b> και <i>λίς</i>, [[λιτός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λειαίνω]], [[λειότητα]](-<i>ης</i>), [[λειώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεία]], [[λείαξ]], [[λειώδης]], [[λείως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>λ</i>(<i>ε</i>)<i>ιανός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λειοποιώ]], [[λειοτριβής]], [[λειόφλοιος]], [[λειόφυλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λειόβατος]], [[λειογένειος]], [[λειόγλωσσος]], [[λειοκάρηνος]], [[λειόκαυλος]], [[λειοκόνιτος]], [[λειοκύμων]], [[λειόμερος]], [[λειόμιτος]], [[λειόστρακος]], [[λειοσώματος]], [[λειοτριχιώ]], [[λειουργός]], [[λείουρος]], [[λειόχρως]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λειοκυμαίνω]], [[λειόπελμος]], [[λειοπώγων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λειόθριξ]], [[λειόσπερμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεῖος:''' -α, -ον, Λατ. [[levis]],<br /><b class="num">1.</b> [[απαλός]], [[λείος]], [[ομαλός]] στην αφή, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ., κ.λπ.· λέγεται για υφάσματα, μη [[ανάγλυφος]], [[απλός]], [[χωρίς]] κεντήματα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τόπους, [[επίπεδος]], [[ομαλός]], [[ισόπεδος]], σε Όμηρ.· <i>λεῖα δ' ἐποίησεν</i> ([[θεμείλια]]), τα έφερε στο ίδιο επίπεδο με το [[έδαφος]], τα ισοπέδωσε, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[χῶρος]] [[λεῖος]] πετράων, [[ομαλός]], δηλ. απαλλαγμένος από πέτρες, βράχους, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που έχει απαλή [[επιδερμίδα]], [[χωρίς]] γένεια, [[άτριχος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., λέγεται για τον άνεμο, [[απαλός]], [[μαλακός]], [[ήπιος]], σε Αριστοφ.· λέγεται για τις λέξεις, σε Αισχύλ.
}}
}}