Anonymous

λύκος: Difference between revisions

From LSJ
720 bytes added ,  31 December 2018
5
(23)
(5)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[λύκαινα]] (AM [[λύκος]], θηλ. [[λύκαινα]])<br /><b>1.</b> άγριο σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας canidae που διακρίνεται για την [[απληστία]] και την [[αιμοβορία]] του («ὧς τοὺς ἀμφὶ λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες σαῑνον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] διαφόρων παρασίτων [[φυτών]], [[ιδίως]] διαφόρων ειδών οροβάγχης, κν. κουσκούτας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[κάθε]] [[δερματοπάθεια]], άσχετα από τη [[φύση]] της, χαρακτηριστικό της οποίας [[είναι]] [[είτε]] ότι καταλαμβάνει και κατατρώγει, όπως ο [[λύκος]], τους ιστούς του αρρώστου [[είτε]] εδράζεται συμμετρικά στο πρόσωπό του απομιμούμενη [[προσωπείο]] λύκου (α. «[[φυματιώδης]] [[λύκος]]» β. «[[ερυθηματώδης]] [[λύκος]]»)<br /><b>2.</b> η [[σφύρα]] της σκανδάλης τών παλαιών εμπροσθογεμών κυνηγετικών όπλων, αλλ. [[κόκορας]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> i) [[πειναλέος]] ή [[αδηφάγος]] [[άνθρωπος]] ii) [[αιμοβόρος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Λύκος</i><br />[[αστερισμός]] του νότιου ημισφαιρίου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «γλύτωσα από του λύκου το [[στόμα]]» — σώθηκα από βέβαιο κίνδυνο<br />β) «[[τρώω]] σαν [[λύκος]]» — [[είμαι]] [[αδηφάγος]]<br />γ) «[[πεινώ]] σαν [[λύκος]]» — [[πεινώ]] [[πάρα]] πολύ<br />δ) «μπα, που να σέ φάει ο [[λύκος]]» — λέγεται ως [[κατάρα]], [[αλλά]] για αστεϊσμό<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «βάλανε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα» ή «βάλανε τον λύκο τσοπάνο» — λέγεται για περιπτώσεις που ανατίθεται η [[φροντίδα]] και η [[φύλαξη]] ενός ανυπεράσπιστου σε άρπαγα<br />β) «ο [[λύκος]] στην [[αναμπουμπούλα]] χαίρεται» ή «ο [[λύκος]] στην [[ανεμοζάλη]] χαίρεται» — λέγεται για τα άτομα που επωφελούνται από ανώμαλες καταστάσεις, για πλουτισμό ή για άλλες επιδιώξεις τους<br />γ) «ο [[λύκος]] κι αν εγέρασε κι άλλαξε το [[μαλλί]] του [[μήτε]] τη [[γνώμη]] άλλαξε [[μήτε]] την [[κεφαλή]] του» — λέγεται για αυτούς που δεν αποβάλλουν τις κακές τους συνήθειες<br />δ) «θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σέ φάει (το [[καλοκαίρι]])» — λέγεται για άτομα αχάριστα<br />ε) «από τα μετρημένα τρώει ο [[λύκος]]»<br />i) η [[απώλεια]] [[είναι]] μοιραία και δεν ωφελούν σε [[τίποτε]] οι πολλές προφυλάξεις<br />ii) αυτός που γνωρίζει όσα έχει γνωρίζει και τις απώλειες ή τις ζημιές που υφίσταται<br />στ) «[[γιατί]] [[είναι]] [[χοντρός]] ο [[σβέρκος]] του λύκου; [[γιατί]] κάνει τη δουλειά του [[μόνος]] του» — αυτός που επιμελείται αυτοπροσώπως τις υποθέσεις του πετυχαίνει καλύτερα τους σκοπούς του<br />ζ) «[[λύκος]] εις [[δέρμα]] προβάτου» — λέγεται για άτομα που υποκρίνονται<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τύραννος]], [[δυνάστης]]<br />β) [[κλέφτης]]<br />γ) [[αλλόφυλος]], [[άπιστος]]<br />δ) [[εχθρός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «λύκου [[γνώμη]]» — αγύριστο [[κεφάλι]], [[ισχυρογνώμων]]<br />β) «[[προβατόσχημος]] [[λύκος]]» — [[υποκριτής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] τών ψαριών αναρρίχας και [[καλλιώνυμος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θηλειάς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[πράγμα]] που έχει [[σχήμα]] αρπάγης, αγκίστρου, όπως: α) οι σιδερένιες αιχμές στον χαλινό τών σκληροτράχηλων ίππων<br />β) το [[άγκιστρο]] με το οποίο ανασύρεται από το [[πηγάδι]] ο [[κάδος]]<br />γ) [[είδος]] κρεάγρας, λαβίδας για [[κρέας]]<br />δ) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μάνταλο]] θύρας<br /><b>2.</b> σκωπτική [[ονομασία]] τών παιδεραστών<br /><b>3.</b> [[είδος]] καλοιακούδας<br /><b>4.</b> [[είδος]] αράχνης<br /><b>5.</b> το [[άνθος]] του φυτού [[ίριδα]]<br /><b>6.</b> [[είδος]] καταποτίου για τη [[θεραπεία]] της δυσεντερίας<br /><b>7.</b> πολεμική [[μηχανή]] που χρησίμευε για [[υπεράσπιση]] και [[φρούρηση]] τών [[πυλών]] τείχους<br /><b>8.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «λύκον ὁρῶ» — [[μένω]] [[άναυδος]]<br />β) «ὡς [[λύκος]] χανών» — λεγόταν για περιπτώσεις μάταιης προσδοκίας<br />γ) «[[λύκος]] οἶν ὑμεναιοῑ» — λεγόταν για [[πρόσωπο]] ανίσχυρο<br />δ) «ὡς λύκοι ἄρν' ἀγαπῶσι» — λεγόταν για προσποιητή, δόλια, ύπουλη και ολέθρια [[αγάπη]]<br />ε) «λύκου βίον ζῆν» — λεγόταν για εκείνους που ζούσαν από την [[κλοπή]]<br />στ) «ἐκ λύκου στόματος» — λεγόταν για [[κάτι]] που λάμβανε [[κάποιος]] [[χωρίς]] να το περιμένει<br />ζ) «λύκου πτερά» — λεγόταν για πράγματα ανύπαρκτα<br />η) «[[λύκος]] ἀετὸν φεύγει» — λεγόταν για περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες ήταν αδύνατη η [[διαφυγή]]<br />θ) «[[λύκος]] περὶ [[φρέαρ]] χορεύει» — λεγόταν για εκείνους που επιδίωκαν ανέφικτα πράγματα<br />ι) «τῶν ὤτων ἔχειν τὸν λύκον» — λεγόταν για ασύλληπτο [[άτομο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται ετυμολογικώς με το αρχ. ινδ. <i>vŗka</i>-, αβεστ. <i>v</i><i>ә</i><i>hrk</i><i>ō</i>-, αρχ. σλαβ. <i>vl</i><i>ī</i><i>kŭ</i>, γερμ. <i>wolf</i> κ.ά., ανάγεται δε στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wĮk</i><sup>w</sup><i>o</i>-<i>s</i> «[[λύκος]]», από την οποία [[είναι]] δύσκολο να ερμηνευθεί, παρ' όλα αυτά, η [[μορφή]] του ελλ. τ. [[λύκος]]. Κατά μια [[άποψη]], ο χειλοϋπερωικός [[φθόγγος]] της ρίζας -<i>k</i><sup>w</sup>- όσο και το αρκτικό <i>w</i> έχουν επηρεάσει την [[απόδοση]] του ημιφώνου -<i>l</i>-σε <i>λυ</i>- ([[αντί]] του αναμενόμενου <i>λα</i>-). Ίδια θα ήταν και η [[περίπτωση]] του λατ. <i>lupus</i> «[[λύκος]]», του οποίου όμως το χειλικό -<i>ρ</i>- θα ερμηνευόταν αν θεωρηθεί η λ. οσκο- ομβρικό [[δάνειο]] (όπου το <i>k</i><sup>w</sup> αποδίδεται με χειλικό φθόγγο). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η ΙΕ [[γλώσσα]], [[εκτός]] από τη [[ρίζα]] <i>wlk</i><sup>w</sup><i>o</i>-<i>s</i>, [[πρέπει]] να διέθετε και ένα [[άλλο]] όνομα <i>lupo</i>- με την [[ίδια]] σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>lupus</i>), [[οπότε]] το [[λύκος]] ερμηνεύεται ως [[αποτέλεσμα]] συμφυρμού τών δύο θεμάτων. Κατά μία τελευταία [[άποψη]], ίσως πρόκειται για [[αντιμετάθεση]] τών στοιχείων της ρίζας <i>wlk</i><sup>w</sup><i>o</i>-<i>s</i> (&GT; <i>luk</i><sup>w</sup><i>o</i>- &GT; [[λύκος]]). Ο τ. συνδέεται με τον τ. [[λύσσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λύκαινα]], [[λυκάων]], [[λυκιδεύς]], [[λυκίσκος]], [[λυκώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[Λύκαιον]], [[λυκηδόν]], [[λυκηθμός]], [[λυκώ]] (I)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λύκειος]], [[λυκώ]] (II)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λύκινος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λυκάνθρωπος]], [[λυκόδους]], [[λυκοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυκάγχη]], [[λυκοβατίας]], [[λυκοδίωκτος]], [[λυκοέρια]], [[λυκοθαρσής]], [[λυκοθήρας]], [[λυκοκτόνος]], [[λυκόλυγξ]], [[λυκόποδες]], [[λυκορραίστης]], [[λυκόσκορδον]], [[λυκοσκυτάλιον]], [[λυκοσπάς]], [[λυκόσπαστος]], [[λυκόστομος]], [[λυκόστρατος]], [[λυκόφανος]], [[λυκόφθαλμος]], [[λυκοφίλιος]], [[λυκοφόρος]], [[λυκόφρυς]], [[λυκόφρων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λυκόβρωτος]], [[λυκοπάνθηρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυκαγχόνη]], [[λυκόκαπρος]], [[λυκοκάρδιος]], [[λυκοκεφαλαία]], [[λυκόπαρδος]], [[λυκοτρίχης]], [[λυκόχρους]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λυκόμορφος]], [[λυκοφαγωμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λυκόδεσμος]], [[λυκοκάντζαρος]], [[λυκόπουλο]], [[λυκόσκυλο]], [[λυκόστομο]], [[λυκότρυπα]], [[λυκοτσάκαλο]], [[λυκοφωλιά]], [[λυκόχορτο]]. (Β' συνθετικό) [[κυνόλυκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αινόλυκος]], [[μονόλυκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγριόλυκος</i>, [[γερόλυκος]], [[θαλασσόλυκος]], <i>μοναχόλυκος</i>, [[τσακαλόλυκος]]].
|mltxt=ο, θηλ. [[λύκαινα]] (AM [[λύκος]], θηλ. [[λύκαινα]])<br /><b>1.</b> άγριο σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας canidae που διακρίνεται για την [[απληστία]] και την [[αιμοβορία]] του («ὧς τοὺς ἀμφὶ λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες σαῑνον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] διαφόρων παρασίτων [[φυτών]], [[ιδίως]] διαφόρων ειδών οροβάγχης, κν. κουσκούτας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[κάθε]] [[δερματοπάθεια]], άσχετα από τη [[φύση]] της, χαρακτηριστικό της οποίας [[είναι]] [[είτε]] ότι καταλαμβάνει και κατατρώγει, όπως ο [[λύκος]], τους ιστούς του αρρώστου [[είτε]] εδράζεται συμμετρικά στο πρόσωπό του απομιμούμενη [[προσωπείο]] λύκου (α. «[[φυματιώδης]] [[λύκος]]» β. «[[ερυθηματώδης]] [[λύκος]]»)<br /><b>2.</b> η [[σφύρα]] της σκανδάλης τών παλαιών εμπροσθογεμών κυνηγετικών όπλων, αλλ. [[κόκορας]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> i) [[πειναλέος]] ή [[αδηφάγος]] [[άνθρωπος]] ii) [[αιμοβόρος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Λύκος</i><br />[[αστερισμός]] του νότιου ημισφαιρίου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «γλύτωσα από του λύκου το [[στόμα]]» — σώθηκα από βέβαιο κίνδυνο<br />β) «[[τρώω]] σαν [[λύκος]]» — [[είμαι]] [[αδηφάγος]]<br />γ) «[[πεινώ]] σαν [[λύκος]]» — [[πεινώ]] [[πάρα]] πολύ<br />δ) «μπα, που να σέ φάει ο [[λύκος]]» — λέγεται ως [[κατάρα]], [[αλλά]] για αστεϊσμό<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «βάλανε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα» ή «βάλανε τον λύκο τσοπάνο» — λέγεται για περιπτώσεις που ανατίθεται η [[φροντίδα]] και η [[φύλαξη]] ενός ανυπεράσπιστου σε άρπαγα<br />β) «ο [[λύκος]] στην [[αναμπουμπούλα]] χαίρεται» ή «ο [[λύκος]] στην [[ανεμοζάλη]] χαίρεται» — λέγεται για τα άτομα που επωφελούνται από ανώμαλες καταστάσεις, για πλουτισμό ή για άλλες επιδιώξεις τους<br />γ) «ο [[λύκος]] κι αν εγέρασε κι άλλαξε το [[μαλλί]] του [[μήτε]] τη [[γνώμη]] άλλαξε [[μήτε]] την [[κεφαλή]] του» — λέγεται για αυτούς που δεν αποβάλλουν τις κακές τους συνήθειες<br />δ) «θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σέ φάει (το [[καλοκαίρι]])» — λέγεται για άτομα αχάριστα<br />ε) «από τα μετρημένα τρώει ο [[λύκος]]»<br />i) η [[απώλεια]] [[είναι]] μοιραία και δεν ωφελούν σε [[τίποτε]] οι πολλές προφυλάξεις<br />ii) αυτός που γνωρίζει όσα έχει γνωρίζει και τις απώλειες ή τις ζημιές που υφίσταται<br />στ) «[[γιατί]] [[είναι]] [[χοντρός]] ο [[σβέρκος]] του λύκου; [[γιατί]] κάνει τη δουλειά του [[μόνος]] του» — αυτός που επιμελείται αυτοπροσώπως τις υποθέσεις του πετυχαίνει καλύτερα τους σκοπούς του<br />ζ) «[[λύκος]] εις [[δέρμα]] προβάτου» — λέγεται για άτομα που υποκρίνονται<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τύραννος]], [[δυνάστης]]<br />β) [[κλέφτης]]<br />γ) [[αλλόφυλος]], [[άπιστος]]<br />δ) [[εχθρός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «λύκου [[γνώμη]]» — αγύριστο [[κεφάλι]], [[ισχυρογνώμων]]<br />β) «[[προβατόσχημος]] [[λύκος]]» — [[υποκριτής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] τών ψαριών αναρρίχας και [[καλλιώνυμος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θηλειάς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[πράγμα]] που έχει [[σχήμα]] αρπάγης, αγκίστρου, όπως: α) οι σιδερένιες αιχμές στον χαλινό τών σκληροτράχηλων ίππων<br />β) το [[άγκιστρο]] με το οποίο ανασύρεται από το [[πηγάδι]] ο [[κάδος]]<br />γ) [[είδος]] κρεάγρας, λαβίδας για [[κρέας]]<br />δ) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μάνταλο]] θύρας<br /><b>2.</b> σκωπτική [[ονομασία]] τών παιδεραστών<br /><b>3.</b> [[είδος]] καλοιακούδας<br /><b>4.</b> [[είδος]] αράχνης<br /><b>5.</b> το [[άνθος]] του φυτού [[ίριδα]]<br /><b>6.</b> [[είδος]] καταποτίου για τη [[θεραπεία]] της δυσεντερίας<br /><b>7.</b> πολεμική [[μηχανή]] που χρησίμευε για [[υπεράσπιση]] και [[φρούρηση]] τών [[πυλών]] τείχους<br /><b>8.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «λύκον ὁρῶ» — [[μένω]] [[άναυδος]]<br />β) «ὡς [[λύκος]] χανών» — λεγόταν για περιπτώσεις μάταιης προσδοκίας<br />γ) «[[λύκος]] οἶν ὑμεναιοῑ» — λεγόταν για [[πρόσωπο]] ανίσχυρο<br />δ) «ὡς λύκοι ἄρν' ἀγαπῶσι» — λεγόταν για προσποιητή, δόλια, ύπουλη και ολέθρια [[αγάπη]]<br />ε) «λύκου βίον ζῆν» — λεγόταν για εκείνους που ζούσαν από την [[κλοπή]]<br />στ) «ἐκ λύκου στόματος» — λεγόταν για [[κάτι]] που λάμβανε [[κάποιος]] [[χωρίς]] να το περιμένει<br />ζ) «λύκου πτερά» — λεγόταν για πράγματα ανύπαρκτα<br />η) «[[λύκος]] ἀετὸν φεύγει» — λεγόταν για περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες ήταν αδύνατη η [[διαφυγή]]<br />θ) «[[λύκος]] περὶ [[φρέαρ]] χορεύει» — λεγόταν για εκείνους που επιδίωκαν ανέφικτα πράγματα<br />ι) «τῶν ὤτων ἔχειν τὸν λύκον» — λεγόταν για ασύλληπτο [[άτομο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται ετυμολογικώς με το αρχ. ινδ. <i>vŗka</i>-, αβεστ. <i>v</i><i>ә</i><i>hrk</i><i>ō</i>-, αρχ. σλαβ. <i>vl</i><i>ī</i><i>kŭ</i>, γερμ. <i>wolf</i> κ.ά., ανάγεται δε στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wĮk</i><sup>w</sup><i>o</i>-<i>s</i> «[[λύκος]]», από την οποία [[είναι]] δύσκολο να ερμηνευθεί, παρ' όλα αυτά, η [[μορφή]] του ελλ. τ. [[λύκος]]. Κατά μια [[άποψη]], ο χειλοϋπερωικός [[φθόγγος]] της ρίζας -<i>k</i><sup>w</sup>- όσο και το αρκτικό <i>w</i> έχουν επηρεάσει την [[απόδοση]] του ημιφώνου -<i>l</i>-σε <i>λυ</i>- ([[αντί]] του αναμενόμενου <i>λα</i>-). Ίδια θα ήταν και η [[περίπτωση]] του λατ. <i>lupus</i> «[[λύκος]]», του οποίου όμως το χειλικό -<i>ρ</i>- θα ερμηνευόταν αν θεωρηθεί η λ. οσκο- ομβρικό [[δάνειο]] (όπου το <i>k</i><sup>w</sup> αποδίδεται με χειλικό φθόγγο). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η ΙΕ [[γλώσσα]], [[εκτός]] από τη [[ρίζα]] <i>wlk</i><sup>w</sup><i>o</i>-<i>s</i>, [[πρέπει]] να διέθετε και ένα [[άλλο]] όνομα <i>lupo</i>- με την [[ίδια]] σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>lupus</i>), [[οπότε]] το [[λύκος]] ερμηνεύεται ως [[αποτέλεσμα]] συμφυρμού τών δύο θεμάτων. Κατά μία τελευταία [[άποψη]], ίσως πρόκειται για [[αντιμετάθεση]] τών στοιχείων της ρίζας <i>wlk</i><sup>w</sup><i>o</i>-<i>s</i> (&GT; <i>luk</i><sup>w</sup><i>o</i>- &GT; [[λύκος]]). Ο τ. συνδέεται με τον τ. [[λύσσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λύκαινα]], [[λυκάων]], [[λυκιδεύς]], [[λυκίσκος]], [[λυκώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[Λύκαιον]], [[λυκηδόν]], [[λυκηθμός]], [[λυκώ]] (I)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λύκειος]], [[λυκώ]] (II)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λύκινος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λυκάνθρωπος]], [[λυκόδους]], [[λυκοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυκάγχη]], [[λυκοβατίας]], [[λυκοδίωκτος]], [[λυκοέρια]], [[λυκοθαρσής]], [[λυκοθήρας]], [[λυκοκτόνος]], [[λυκόλυγξ]], [[λυκόποδες]], [[λυκορραίστης]], [[λυκόσκορδον]], [[λυκοσκυτάλιον]], [[λυκοσπάς]], [[λυκόσπαστος]], [[λυκόστομος]], [[λυκόστρατος]], [[λυκόφανος]], [[λυκόφθαλμος]], [[λυκοφίλιος]], [[λυκοφόρος]], [[λυκόφρυς]], [[λυκόφρων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λυκόβρωτος]], [[λυκοπάνθηρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυκαγχόνη]], [[λυκόκαπρος]], [[λυκοκάρδιος]], [[λυκοκεφαλαία]], [[λυκόπαρδος]], [[λυκοτρίχης]], [[λυκόχρους]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λυκόμορφος]], [[λυκοφαγωμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λυκόδεσμος]], [[λυκοκάντζαρος]], [[λυκόπουλο]], [[λυκόσκυλο]], [[λυκόστομο]], [[λυκότρυπα]], [[λυκοτσάκαλο]], [[λυκοφωλιά]], [[λυκόχορτο]]. (Β' συνθετικό) [[κυνόλυκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αινόλυκος]], [[μονόλυκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγριόλυκος</i>, [[γερόλυκος]], [[θαλασσόλυκος]], <i>μοναχόλυκος</i>, [[τσακαλόλυκος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λύκος:''' [ῠ], ὁ, Λατ. [[lupus]], το μεγαλύτερο από τα άγρια θηρία της Ελλάδας, [[σύμβολο]] λαιμαργίας και σκληρότητας, σε Όμηρ.· παροιμ., λύκον [[ἰδεῖν]], [[βλέπω]] λύκο, δηλ. [[μένω]] [[βουβός]], όπως πιστευόταν κοινώς για [[κάθε]] άνθρωπο, τον οποίο ο [[λύκος]] είδε [[πρώτος]], σε Πλάτ., Θεόκρ. (ομοίως Moerim [[lupi]] videre priοres)· [[λύκος]] [[οἶν]] ὑμεναιοῖ, λέγεται για [[κάτι]] που είναι αδύνατο να συμβεί, σε Αριστοφ.
}}
}}