Anonymous

λοιβεῖον: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=λοιβεῑον, τὸ (Α) [[λοιβή]]<br />[[αγγείο]] για [[σπονδή]] («ἀργυρᾱ λοιβεῑα... τοῑς θεοῑς καθιέρωσεν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=λοιβεῑον, τὸ (Α) [[λοιβή]]<br />[[αγγείο]] για [[σπονδή]] («ἀργυρᾱ λοιβεῑα... τοῑς θεοῑς καθιέρωσεν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοιβεῖον:''' τό, [[αγγείο]] που χρησίμευε στις σπονδές, σε Πλούτ.
}}
}}