Anonymous

λιπόπνοος: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_19)
(5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπόπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ἐγκαταλελειμμένος ὑπὸ τῆς πνοῆς, ἄπνους, [[νεκρός]], Ἀνθ. Π. 12. 132, Ἀνθ. Πλαν. 110, 133. ΙΙ. περὶ τοῦ Ἅιδου, [[ἔνθα]] λείπει πᾶσα [[πνοή]], [[ἔνθα]] ἐπικρατεῖ νεκρικὴ [[ἡσυχία]], Ὀρφ. Ὕμν. 17. 9.
|lstext='''λῐπόπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ἐγκαταλελειμμένος ὑπὸ τῆς πνοῆς, ἄπνους, [[νεκρός]], Ἀνθ. Π. 12. 132, Ἀνθ. Πλαν. 110, 133. ΙΙ. περὶ τοῦ Ἅιδου, [[ἔνθα]] λείπει πᾶσα [[πνοή]], [[ἔνθα]] ἐπικρατεῖ νεκρικὴ [[ἡσυχία]], Ὀρφ. Ὕμν. 17. 9.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐπόπνοος:''' -ον, συνηρ. [[λιπόπνους]], <i>-ουν</i> ([[πνοή]])· εγκαταλελειμμένος από [[πνοή]], αυτός που δεν έχει [[πνοή]], [[άπνους]], [[νεκρός]], σε Ανθ.
}}
}}