3,274,175
edits
(6_19) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐπόπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ἐγκαταλελειμμένος ὑπὸ τῆς πνοῆς, ἄπνους, [[νεκρός]], Ἀνθ. Π. 12. 132, Ἀνθ. Πλαν. 110, 133. ΙΙ. περὶ τοῦ Ἅιδου, [[ἔνθα]] λείπει πᾶσα [[πνοή]], [[ἔνθα]] ἐπικρατεῖ νεκρικὴ [[ἡσυχία]], Ὀρφ. Ὕμν. 17. 9. | |lstext='''λῐπόπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ἐγκαταλελειμμένος ὑπὸ τῆς πνοῆς, ἄπνους, [[νεκρός]], Ἀνθ. Π. 12. 132, Ἀνθ. Πλαν. 110, 133. ΙΙ. περὶ τοῦ Ἅιδου, [[ἔνθα]] λείπει πᾶσα [[πνοή]], [[ἔνθα]] ἐπικρατεῖ νεκρικὴ [[ἡσυχία]], Ὀρφ. Ὕμν. 17. 9. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῐπόπνοος:''' -ον, συνηρ. [[λιπόπνους]], <i>-ουν</i> ([[πνοή]])· εγκαταλελειμμένος από [[πνοή]], αυτός που δεν έχει [[πνοή]], [[άπνους]], [[νεκρός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |