Anonymous

κυρτευτής: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυρτευτής]], ὁ (Α)<br />[[κυρτεύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυρτεύω</i> ή, αναλογικά, [[κατά]] το [[ἁλιευτής]].
|mltxt=[[κυρτευτής]], ὁ (Α)<br />[[κυρτεύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυρτεύω</i> ή, αναλογικά, [[κατά]] το [[ἁλιευτής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυρτευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ψαρεύει με την [[κύρτη]], σε Ανθ.
}}
}}