Anonymous

καταδιώκω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταδιώκω]], Μ και καταδιώχνω)<br />[[κυνηγώ]] κάποιον για να τον συλλάβω ή να τον σκοτώσω, [[διώκω]] κάποιον επίμονα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ακολουθώ]] [[κατά]] [[πόδας]] κινούμενο άψυχο ή ζωντανό στόχο για να τον καταστρέψω ή να τον αιχμαλωτίσω<br /><b>2.</b> [[επιδιώκω]] να βλάψω κάποιον, [[κατατρέχω]] («τον καταδιώκει ο [[επιθεωρητής]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διώχνω]], [[απομακρύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδιώκω]], [[προσπαθώ]] να κερδίσω<br /><b>2.</b> [[αναζητώ]]<br /><b>3.</b> [[εξαναγκάζω]] κάποιον να τρέξει, [[κάνω]] κάποιον να βιαστεί.
|mltxt=(AM [[καταδιώκω]], Μ και καταδιώχνω)<br />[[κυνηγώ]] κάποιον για να τον συλλάβω ή να τον σκοτώσω, [[διώκω]] κάποιον επίμονα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ακολουθώ]] [[κατά]] [[πόδας]] κινούμενο άψυχο ή ζωντανό στόχο για να τον καταστρέψω ή να τον αιχμαλωτίσω<br /><b>2.</b> [[επιδιώκω]] να βλάψω κάποιον, [[κατατρέχω]] («τον καταδιώκει ο [[επιθεωρητής]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διώχνω]], [[απομακρύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδιώκω]], [[προσπαθώ]] να κερδίσω<br /><b>2.</b> [[αναζητώ]]<br /><b>3.</b> [[εξαναγκάζω]] κάποιον να τρέξει, [[κάνω]] κάποιον να βιαστεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταδιώκω:''' μέλ. <i>-ξω</i> ή <i>-ξομαι</i>, [[καταδιώκω]] [[στενά]], σε Θουκ.
}}
}}