3,277,226
edits
(23) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[μαθήτρια]] (AM [[μαθητής]], θηλ. [[μαθήτρια]] Α θηλ. και [[μαθητρίς]], δωρ. τ. αρσ. [[μαθετάς]]) [[μαθαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή [[τέχνη]] (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας τῆς φύσεως», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ασπάζεται και ακολουθεί τις θεωρίες σπουδαίου ατόμου ή την [[τεχνοτροπία]] μεγάλου καλλιτέχνη, συγγραφέα κ.λπ. («οι μαθητές του Ιησού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φοιτά σε [[σχολείο]] («[[είναι]] από τους καλύτερους μαθητές του λυκείου μας»). | |mltxt=ο, θηλ. [[μαθήτρια]] (AM [[μαθητής]], θηλ. [[μαθήτρια]] Α θηλ. και [[μαθητρίς]], δωρ. τ. αρσ. [[μαθετάς]]) [[μαθαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή [[τέχνη]] (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας τῆς φύσεως», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ασπάζεται και ακολουθεί τις θεωρίες σπουδαίου ατόμου ή την [[τεχνοτροπία]] μεγάλου καλλιτέχνη, συγγραφέα κ.λπ. («οι μαθητές του Ιησού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φοιτά σε [[σχολείο]] («[[είναι]] από τους καλύτερους μαθητές του λυκείου μας»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μᾰθητής:''' -οῦ, ὁ ([[μανθάνω]]), [[μαθητευόμενος]], [[μαθητής]], Λατ. [[discipulus]], σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ. | |||
}} | }} |