3,258,211
edits
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[λεοντώδης]], -ῶδες) [[λέων]]<br />αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]], [[λεοντοειδής]] («κύειν παῑδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λεοντῶδες</i><br />α) η [[φύση]] του λιονταριού («ἡ δ' [[αὐθάδεια]] καὶ [[δυσκολία]] ψέγεται οὐχ [[ὅταν]] τὸ λεοντῶδές τε καὶ ὀφεῶδες αὔξηται», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) η [[γενναιότητα]], η [[γενναιοψυχία]] («τὸ μεγαλόψυχον καὶ λεοντῶδες ἐν τῇ φύσει καθορῶντες αὐτοῡ», <b>Πλούτ.</b>). Επιρρ. <i>λεοντωδῶς</i> (Α)<br />σαν [[λιοντάρι]]. | |mltxt=-ες (Α [[λεοντώδης]], -ῶδες) [[λέων]]<br />αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]], [[λεοντοειδής]] («κύειν παῑδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λεοντῶδες</i><br />α) η [[φύση]] του λιονταριού («ἡ δ' [[αὐθάδεια]] καὶ [[δυσκολία]] ψέγεται οὐχ [[ὅταν]] τὸ λεοντῶδές τε καὶ ὀφεῶδες αὔξηται», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) η [[γενναιότητα]], η [[γενναιοψυχία]] («τὸ μεγαλόψυχον καὶ λεοντῶδες ἐν τῇ φύσει καθορῶντες αὐτοῡ», <b>Πλούτ.</b>). Επιρρ. <i>λεοντωδῶς</i> (Α)<br />σαν [[λιοντάρι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεοντώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]], σε Πλάτ., κ.λπ. | |||
}} | }} |