Anonymous

λεοντώδης: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λεοντώδης]], -ῶδες) [[λέων]]<br />αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]], [[λεοντοειδής]] («κύειν παῑδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λεοντῶδες</i><br />α) η [[φύση]] του λιονταριού («ἡ δ' [[αὐθάδεια]] καὶ [[δυσκολία]] ψέγεται οὐχ [[ὅταν]] τὸ λεοντῶδές τε καὶ ὀφεῶδες αὔξηται», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) η [[γενναιότητα]], η [[γενναιοψυχία]] («τὸ μεγαλόψυχον καὶ λεοντῶδες ἐν τῇ φύσει καθορῶντες αὐτοῡ», <b>Πλούτ.</b>). Επιρρ. <i>λεοντωδῶς</i> (Α)<br />σαν [[λιοντάρι]].
|mltxt=-ες (Α [[λεοντώδης]], -ῶδες) [[λέων]]<br />αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]], [[λεοντοειδής]] («κύειν παῑδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λεοντῶδες</i><br />α) η [[φύση]] του λιονταριού («ἡ δ' [[αὐθάδεια]] καὶ [[δυσκολία]] ψέγεται οὐχ [[ὅταν]] τὸ λεοντῶδές τε καὶ ὀφεῶδες αὔξηται», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) η [[γενναιότητα]], η [[γενναιοψυχία]] («τὸ μεγαλόψυχον καὶ λεοντῶδες ἐν τῇ φύσει καθορῶντες αὐτοῡ», <b>Πλούτ.</b>). Επιρρ. <i>λεοντωδῶς</i> (Α)<br />σαν [[λιοντάρι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεοντώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]], σε Πλάτ., κ.λπ.
}}
}}