Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιπερνής: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπερνής]], -ῆτος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[φτωχός]], [[άθλιος]], [[παρίας]], [[απόβλητος]], [[έρημος]]<br /><b>2.</b> [[ορφανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., [[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν, προήλθε από θ. <i>λιπ</i>- (του [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἔρνος]] «[[καρπός]], [[βλαστός]]» ([[παρά]] τὸ λείπεσθαι ἐρνέων</i>, <i>ὅ ἐστι φυτῶν</i>). Η λ., [[επομένως]], θα είχε αρχικά τη σημ. «αυτός που έχει χάσει τη [[συγκομιδή]] του και στη [[συνέχεια]] πήρε γεν. τη σημ. «[[φτωχός]]» και, δευτερευόντως, «αποστερημένος, [[ορφανός]]». Το -<i>φ</i>- του τ. <i>λιφερνῶ</i> εξηγείται από τη [[μαρτυρία]] ενός υστερογενούς τ. <i>ἕρνος</i> που δασύνεται].
|mltxt=[[λιπερνής]], -ῆτος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[φτωχός]], [[άθλιος]], [[παρίας]], [[απόβλητος]], [[έρημος]]<br /><b>2.</b> [[ορφανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., [[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν, προήλθε από θ. <i>λιπ</i>- (του [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἔρνος]] «[[καρπός]], [[βλαστός]]» ([[παρά]] τὸ λείπεσθαι ἐρνέων</i>, <i>ὅ ἐστι φυτῶν</i>). Η λ., [[επομένως]], θα είχε αρχικά τη σημ. «αυτός που έχει χάσει τη [[συγκομιδή]] του και στη [[συνέχεια]] πήρε γεν. τη σημ. «[[φτωχός]]» και, δευτερευόντως, «αποστερημένος, [[ορφανός]]». Το -<i>φ</i>- του τ. <i>λιφερνῶ</i> εξηγείται από τη [[μαρτυρία]] ενός υστερογενούς τ. <i>ἕρνος</i> που δασύνεται].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐπερνής:''' -ές, γεν. <i>λιπερνέος</i>, επίσης <i>λιπερνῆτος</i>· [[έρημος]], εγκαταλελειμμένος, [[χωρίς]] [[οικογένεια]], σε Αρχίλ.· ομοίως, λῐπερνήτης, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, θηλ. [[λιπερνῆτις]], <i>-ιδος</i>, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}